Τα υπέρ, τα κατά και το μεγάλο «αλλά» περιγράφει ένας Αμερικανός δημοσιογράφος, ο οποίος αναλύει τα περί ενδεχόμενου βομβαρδισμού των τζιχαντιστών της Συρίας από τις ΗΠΑ.
Ο βομβαρδισμός θέσεων του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία από την κυβέρνηση Ομπάμα θα ήταν χωρίς αμφιβολία μια δίκαιη κίνηση. Πρώτον, επειδή η ανακοπή μιας γενοκτονίας είναι ένας καλός λόγος για την πραγματοποίηση πολεμικών επιχειρήσεων. Δεύτερον, επειδή στον κόσμο που προέκυψε μετά την 11η Σεπτεμβρίου εξακολουθεί να είναι τρομακτικό να επιτρέπεται σε μια βίαιη εξτρεμιστική οργάνωση να εγκαθιδρύει ένα καθεστώς, όπου συγκεντρώνει πλούτο και δρα με ελευθερία -ιδίως όταν κάποια από τα μέλη αυτής της οργάνωσης έχουν δυτικά διαβατήρια. Τρίτον, επειδή παρά τα τρομερά λάθη της Αμερικής στη Μέση Ανατολή, αν η Αμερική δεν κινηθεί εναντίον του Ισλαμικού Κράτους δεν θα το κάνει κανείς άλλος.
Υπάρχει όμως ένα βασικό ερώτημα, γράφει ο Πίτερ Μπέιναρτ στον αμερικανικό ιστότοπο Atlantic: αν η Αμερική πολεμήσει εναντίον του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, ποιος θα επωφεληθεί;
Ο βομβαρδισμός μπορεί να ισοπεδώσει τον εχθρό, στη συνέχεια όμως το έδαφος θα πρέπει να το ελέγξουν οι σύμμαχοί σου. Στο Ιράκ, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι: οι κούρδοι Πεσμεργκά και ενδεχομένως ο ιρακινός στρατός.
Ακόμη κι εδώ, αυτοί οι σύμμαχοι δημιουργούν προβλήματα. Οι Πεσμεργκά αποτελούν μια πειθαρχημένη δύναμη δράσης με μια πολιτική ατζέντα που είναι πιο φιλοαμερικανική και πιο φιλελεύθερη σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο στην περιοχή. Υποστηρίζοντάς τους όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ότι επισπεύδουν την κουρδική ανεξαρτησία και τη διάλυση του Ιράκ. Όσο για τον ιρακινό στρατό, οι πολιτικοί που τον ελέγχουν έχουν αποδειχθεί τα τελευταία χρόνια τόσο αντισουνίτες, που η υποστήριξή τους ενέχει τον κίνδυνο της επιλογής του ενός από τα δύο στρατόπεδα σε έναν θρησκευτικό εμφύλιο πόλεμο.
Παρόλα αυτά, τα προβλήματα που έχει μια στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ ωχριούν μπροστά στα προβλήματα μιας αντίστοιχης εμπλοκής στη Συρία. Εδώ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δύο πιθανούς συμμάχους στο έδαφος. Ο ένας είναι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός, η μετριοπαθής συριακή αντιπολίτευση που μάχεται τόσο εναντίον του Ισλαμικού Κράτους όσο και εναντίον του βίαιου καθεστώτος του Ασαντ. Το πρόβλημα είναι ότι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός δεν είναι ακριβώς στρατός και μπορεί να μην είναι ακριβώς μετριοπαθής. «Ο ΕΣΣ ήταν πάντοτε περισσότερο δημιούργημα της φαντασίας παρά πραγματικότητα», έγραψε πρόσφατα ο Μαρκ Λιντς από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσινγκτον. Πέρυσι, ο ειδικός για τη Συρία Έιρον Λαντ κατέγραψε εννιά διαφορετικές αντάρτικες οργανώσεις που τα δυτικά μέσα ενημέρωσης συγχέουν συχνά με τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό. «Τι κοινό έχουν μεταξύ τους αυτές οι οργανώσεις;» αναρωτήθηκε. «Ότι δεν έχουν καμιά σχέση με την τοπική πραγματικότητα».
Το επιχείρημα υπέρ της υποστήριξης των μη τζιχαντιστών ανταρτών της Συρίας είναι ότι η παροχή αμερικανικής βοήθειας θα τους ενισχύσει και θα τους ενώσει. Δεν είναι όμως καν σαφές ότι όλες αυτές οι οργανώσεις είναι μη τζιχαντιστικές. Ο Λιντς υποστηρίζει ότι η διάκριση μετριοπαθείς/τζιχαντιστές που διέπει την αμερικανική ρητορική για τη συριακή αντιπολίτευση δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα, όπου οι συμμαχίες αλλάζουν καθημερινά. Όπως είπε ένας διοικητής του Ισλαμικού Κράτους στην Ουάσινγκτον Ποστ, «πολλοί από τους ανθρώπους του ΕΣΣ που εκπαίδευσε η Δύση έχουν ενταχθεί στο κίνημά μας».
Ο βομβαρδισμός μαχητών του ΙΚ από αέρος και η επίθεση εναντίον τους από μετριοπαθείς αντάρτες στο έδαφος μοιάζει ένας ελκυστικός συνδυασμός. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν η διάκριση ανάμεσα στα δύο αυτά στρατόπεδα είναι δύσκολη.
Ο δεύτερος πιθανός σύμμαχος της Αμερικής στο έδαφος είναι ο Μπασάρ αλ-Άσαντ. Ο πρόεδρος της Συρίας διοικεί μια πολύ πιο ενιαία και αποτελεσματική δύναμη δράσης απ’ ό,τι οι «μετριοπαθείς» σύροι αντάρτες. Συνιστά μια μικρότερη απειλή για τις ΗΠΑ από το Ισλαμικό Κράτος. Είναι και ηθικά προτιμότερος – όπως και ο Στάλιν έναντι του Χίτλερ. Ορισμένοι πολιτικοί υποστηρίζουν ότι πρέπει η Δύση να συμμαχήσει με το συριακό καθεστώς, έστω και μόνο για να εξασφαλιστεί ότι αν αμερικανικά και βρετανικά μαχητικά αεροσκάφη εισέλθουν στη Συρία για να βομβαρδίσουν το ΙΚ, δεν θα τα καταρρίψει το αντιπυραυλικό σύστημα του Ασαντ.
Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι ο πρόεδρος Ομπάμα κάλεσε πριν από τρία χρόνια τον Άσαντ να εγκαταλείψει την εξουσία και πέρυσι παραλίγο να τον βομβαρδίσει επειδή χρησιμοποίησε χημικά όπλα, μια τέτοια συμμαχία είναι πολύ δύσκολη. Στην Ουάσινγκτον, η κατακραυγή θα ήταν μεγάλη, ιδιαίτερα λόγω των δεσμών της Συρίας με το Ιράν. Στη Μέση Ανατολή, το πρόβλημα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Αν οι σχέσεις ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και σουνίτες συμμάχους της όπως η Σαουδική Αραβία διέρχονται σήμερα κρίση -εν μέρει επειδή οι ΗΠΑ δεν επενέβησαν δυναμικά εναντίον του Άσαντ- η κρίση αυτή θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη στην περίπτωση μιας συμμαχίας της Ουάσινγκτον με τη Δαμασκό.