Όρθιος ενώπιον των δικαστών και ανέκφραστος, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί άκουγε να του ανακοινώνεται μία άνευ προηγουμένου για τη χώρα του απόφαση, με την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών –το ένα από αυτά χωρίς αναστολή– για διαφθορά και αθέμιτη άσκηση επιρροής.
Το δικαστήριο αποφάσισε ο 66χρονος πρώην πρόεδρος της Γαλλίας να μην οδηγηθεί στη φυλακή αλλά να παραμείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό, με ηλεκτρονικό βραχιολάκι.
Ο Σαρκοζί δεν έκανε καμία δήλωση κατά την έξοδό του από το δικαστήριο. Η δικηγόρος του, Ζακλίν Λαφόντ, μίλησε λίγο αργότερα στο τηλεοπτικό κανάλι BFMTV για να ανακοινώσει ότι θα ασκήσει έφεση στην «υπερβολικά αυστηρή» και «παντελώς αβάσιμη και αδικαιολόγητη» απόφαση. Ο πρώην πρόεδρος είναι «ψύχραιμος και αποφασισμένος», διαβεβαίωσε, ελπίζοντας ότι θα δικαιωθεί στο Εφετείο, σε περίπου έναν χρόνο. «Βρίσκεται ήδη στο επόμενο βήμα, αυτή η απόφαση δεν υπάρχει, η ποινή δεν υπάρχει, είμαστε στην έφεση» είπε χαρακτηριστικά.
Οι υποστηρικτές του Σαρκοζί δήλωσαν «κατάπληκτοι» και «λυπημένοι» ενώ η σύζυγός του Κάρλα Μπρούνι έκανε λόγο για «παράλογη σκληρότητα» σε ανάρτησή της στο Instagram.
Οι δύο συγκατηγορούμενοι του πρώην προέδρου, ο πρώην δικαστής Ζιλμπέρ Αζιμπέρ και ο δικηγόρος Τιερί Ερζόγκ, καταδικάστηκαν στην ίδια ποινή και θα ασκήσουν επίσης έφεση. Στον Ερζόγκ επιβλήθηκε επίσης απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματός του για 5 χρόνια.
Η απόφαση
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι τρεις κατηγορούμενοι σύναψαν ένα «σύμφωνο διαφθοράς», αλλά δεν επέβαλε τις ποινές που ζήτησε η οικονομική εισαγγελία, δηλαδή τέσσερα χρόνια φυλάκισης, τα δύο χωρίς αναστολή, και στους τρεις, κρίνοντας ότι η προεδρική εικόνα έχει αμαυρωθεί από την υπόθεση αυτή «με καταστροφικές συνέπειες».
Ο Νικολά Σαρκοζί θα αντιμετωπίσει και πάλι την γαλλική δικαιοσύνη στις 17 Μαρτίου, στην εκδίκαση της υπόθεσης Bygmalion, σχετικά με τις δαπάνες της προεκλογικής του εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2012.
Οι δικαστές έκριναν ότι ο πρώην πρόεδρος είναι ένοχος για διαφθορά επειδή υποσχέθηκε να στηρίξει την υποψηφιότητα του Αζιμπέρ για μια εξέχουσα θέση στο Μονακό, σε αντάλλαγμα για εμπιστευτικές πληροφορίες. Ο Σαρκοζί ήθελε την εποχή εκείνη να ακυρωθεί η εντολή κατάσχεσης των προεδρικών ημερολογίων, αφού προηγουμένως κατάφερε να τεθεί στο αρχείο η έρευνα σε βάρος του για την υπόθεση Μπετανκούρ. Ο Αζιμπέρ δεν είχε άμεση σχέση με την υπόθεση αυτή, όμως, σύμφωνα με το δικαστήριο, επωφελήθηκε από τις γνωριμίες του.
Η θέση της υπεράσπισης
Στη δίκη, που ολοκληρώθηκε στις 10 Δεκεμβρίου, η υπεράσπιση του Σαρκοζί έκανε λόγο για υπόθεση που βασίστηκε σε «υποθέσεις» και «φαντάσματα» και ζήτησε την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων. Επισήμανε ότι τελικά ο πρώην πρόεδρος δεν πέτυχε αυτό που ζητούσε και ο Αζιμπέρ δεν ανέλαβε ποτέ την επίζηλη θέση στο Μονακό. Με βάση τον νόμο ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο να έχει κερδίσει κάτι ο εναγόμενος για να χαρακτηριστεί το αδίκημα «διαφθορά» και «αθέμιτη άσκηση επιρροής».
Η υπεράσπιση ζητούσε επίσης να ακυρωθεί όλη η διαδικασία επειδή το κατηγορητήριο βασίστηκε σε «παράνομες» τηλεφωνικές παρακολουθήσεις καθώς παραβίαζαν το απόρρητο μεταξύ δικηγόρου και πελάτη. Λόγω του τεταμένου κλίματος, ο ίδιος ο διευθυντής της οικονομικής εισαγγελίας, Ζαν-Φρανσουά Μπονέρ, πήγε στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί την υπηρεσία του και διαβεβαίωσε ότι «κανείς δεν θέλει να εκδικηθεί έναν πρώην πρόεδρο της Δημοκρατίας».
Ο Σαρκοζί είναι ο δεύτερος πρώην πρόεδρος που καταδικάζεται από τη γαλλική δικαιοσύνη, μετά τον μέντορά του, τον Ζακ Σιράκ, στον οποίο το 2011 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 ετών με αναστολή για κατάχρηση δημόσιων πόρων όταν ήταν δήμαρχος του Παρισιού, μεταξύ 1983-1995.