Το αίτημα της Ρώμης να αναθεωρηθούν ριζικά οι κανόνες της ευρωζώνης, βρίσκεται πίσω από τη μάχη για το πρόσωπο που θα αναλάβει την προεδρία της Κομισιόν κάτι που αποτελεί μια σημαντική συζήτηση που δεν έχει λάβει τόση δημοσιότητα – τουλάχιστον εκτός της Ιταλίας και της Γερμανίας.
Η αμετακίνητη δημοσιονομική ορθοδοξία της Μέρκελ συναντά τον ακατανίκητο ενθουσιασμό του Ρέντσι. Ο αγώνας θα είναι συναρπαστικός.
Την 1η Ιουλίου, ο ιταλός πρωθυπουργός αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ. Και όπως αναφέρει το ΑΠΕ, έχει μεγάλα σχέδια. Μπορεί η εναλλασσόμενη προεδρία της ΕΕ να μην έχει πια τη δύναμη που είχε κάποτε, αλλά ο Ρέντσι ετοιμάζεται να εγκαινιάσει μια μονομερή ατζέντα. Η καγκελάριος έχει ήδη πει Nein.
Όπως επισημαίνει ο Βόλφγκανγκ Μινχάου στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Ρέντσι προτείνει τρεις συγκεκριμένες αλλαγές. Η πρώτη είναι η χαλάρωση των επίσημων δημοσιονομικών κανόνων.
Η δεύτερη είναι η αλλαγή του δημοσιονομικού συμφώνου, που έχουν υπογράψει όλες οι χώρες της ΕΕ εκτός από τη Βρετανία, την Κροατία και την Τσεχική Δημοκρατία. Η τρίτη είναι ένα από κοινού χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα επενδύσεων.
Το πρώτο αίτημα δύσκολα θα ικανοποιηθεί. Ο Ρέντσι μπορεί όμως να αποσπάσει από τον επόμενο πρόεδρο της Κομισιόν την υπόσχεση ότι θα ερμηνεύει τους δημοσιονομικούς κανόνες με πιο ευέλικτο τρόπο.
Αν ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ υποσχεθεί ότι θα κάνει τα στραβά μάτια σε αυτόν τον τομέα, θα μπορεί να υπολογίζει στη στήριξη της Ιταλίας για την τοποθέτησή του στην προεδρία της Κομισιόν. Και η στήριξη αυτή ενδέχεται να αποβεί αποφασιστική.
Αν ο Γιούνκερ αναλάβει αυτή τη θέση, τι μπορεί να κάνει για να βοηθήσει την Ιταλία; Πρώτα απ’ όλα μπορεί να δώσει περισσότερο χρόνο στις χώρες για να μειώσουν τα ελλείμματά τους. Ύστερα μπορεί να επιτρέψει να μην περιλαμβάνονται οι δαπάνες για επενδύσεις στον υπολογισμό του ελλείμματος. Ο Ρέντσι χρειάζεται οπωσδήποτε τέτοιες παραχωρήσεις.
Ο προϋπολογισμός του 2014 προβλέπει μείωση της φορολογίας που θα αντισταθμιστεί με κάποια αφηρημένα μέτρα. Το ρίσκο είναι μεγάλο, ο ιταλός πρωθυπουργός ελπίζει να μην έχει την Κομισιόν ανάμεσα στα πόδια του.
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό σύμφωνο, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Δεν υπήρχε εξ αρχής κάποια οικονομική λογική πίσω από τον κανόνα που περιορίζει το χρέος στο 60% του ΑΕΠ. Ο μοναδικός λόγος που θεσπίστηκε αυτό το αυθαίρετο ποσοστό ήταν να ησυχάσουν οι Γερμανοί την περίοδο της κρίσης.
Δεν υπάρχει όμως καμιά περίπτωση να μειωθεί το ιταλικό χρέος κατά 75 εκατοστιαίες μονάδες μέσα στα επόμενα 20 χρόνια. Ούτε και πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο. Η Ευρώπη πρέπει να αρκεστεί στην ευρύτερη έννοια της βιωσιμότητας του χρέους. Ακόμη κι αυτό όμως δεν είναι εφικτό με τη σημερινή ανάπτυξη και τον σημερινό πληθωρισμό.
Για να πετύχει μια μεγαλύτερη ανάπτυξη, η Ιταλία όπως και οποιαδήποτε άλλη χώρα χρειάζεται περισσότερες επενδύσεις. Στο σημείο αυτό, ο Ρέντσι μπορεί να φανεί τυχερός.
Η Μέρκελ μοιάζει να είναι ανοιχτή σε ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων. Το ζητούν άλλωστε και οι σοσιαλδημοκράτες εταίροι της.
Ο πρόεδρος του SPD Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, που είναι και υπουργός οικονομίας, αιφνιδίασε τους πάντες λέγοντας ότι όποια χώρα κάνει μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχει περισσότερο χρόνο για να μειώσει το έλλειμμά της. Τάχθηκε επίσης υπέρ της εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος. Οι γερμανοί συντηρητικοί οικονομικοί σχολιαστές έπαθαν κρίση πανικού. Ο Γκάμπριελ κατηγορήθηκε ότι υπονομεύει τη θέση της καγκελαρίου.
Οι επιπτώσεις ενός πανευρωπαϊκού προγράμματος επενδύσεων θα εξαρτηθούν από το μέγεθός του και την ταχύτητα με την οποία θα εφαρμοστεί. Η λιτότητα έχει οδηγήσει σε μια δραματική πτώση των ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων σε όλη την ευρωζώνη. Η Γερμανία έχει ανάγκη να επενδύσει όσο και η Ιταλία, σε υποδομές, στην εκπαίδευση, την ενέργεια, τα δίκτυα, την έρευνα.
Με τα επιτόκια να είναι κοντά στο μηδέν, ένα τέτοιο πρόγραμμα θα είναι ουσιαστικά αυτοχρηματοδοτούμενο. Η αρχική χρηματοδότησή του μπορεί να γίνει με ομόλογα πενταετούς ή δεκαετούς διάρκειας που θα εκδώσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Στη συνέχεια, τα περισσότερα από τα ομόλογα αυτά μπορεί να αγοραστούν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η ιστορία της ευρωζώνης δείχνει ότι οι αλλαγές έρχονται πάντα αργά και είναι μικρές, καταλήγει ο Μινχάου. Αυτή τη φορά, όμως, το διακύβευμα είναι μεγάλο: αυτό που κρίνεται είναι αν η Ιταλία και άλλες υπερχρεωμένες χώρες μπορούν να συνυπάρξουν σε μια νομισματική ένωση με τη Γερμανία.