Ιρακινές κυβερνητικές δυνάμεις καταβάλλουν σήμερα προσπάθειες να φρενάρουν την προέλαση των ανταρτών στο δυτικό τμήμα της χώρας, αφού απώθησαν μια επίθεσή τους εναντίον της πόλης Χαντίθα, στην επαρχία Αλ Άνμπαρ του δυτικού Ιράκ, καθώς και αλλεπάλληλες προσπάθειές τους να καταλάβουν το διυλιστήριο πετρελαίου στην Μπάιτζι, στο βορρά, τη μεγαλύτερη εγκατάσταση του είδους αυτού στη χώρα.
Ταυτόχρονα η πολεμική αεροπορία εξαπέλυσε επιδρομές σε πολλούς τομείς οι οποίοι ελέγχονται από αντικαθεστωτικούς μαχητές, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο τουλάχιστον 32 άνθρωποι.
Σύμφωνα με έναν αξιωματικό της ιρακινής αστυνομίας, «ο στρατός στη Χαντίθα (210 χλμ. βορειοδυτικά της Βαγδάτης), με την υποστήριξη μαχητών των φυλών, απώθησε σήμερα το πρωί μια επίθεση μαχητών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε (ΙΚΙΛ), αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση».
Ο ίδιος αξιωματικός πρόσθεσε σε δηλώσεις του στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι «ο στρατός και οι φυλές ανήγειραν οχυρές θέσεις με αμμόσακους γύρω από την πόλη για να εμποδίσουν την προέλαση (των σουνιτών τζιχαντιστών) του ΙΚΙΛ».
Η Χαντίθα, όπου βρίσκονται οι σημαντικότεροι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Άνμπαρ, επιβλέπει έναν οδικό άξονα ο οποίος οδηγεί στη Ράμαντι, την πρωτεύουσα της επαρχίας, η πλειονότητα των κατοίκων της οποίας είναι σουνίτες και η οποία γειτονεύει με τη Συρία.
Σουνίτες αντάρτες, υπό την ηγεσία του ΙΚΙΛ, προσπαθούν να προελάσουν προς τα δυτικά στην Άνμπαρ, όπου τις τελευταίες ημέρες έχουν καταλάβει τις πόλεις Κάιμ, Αάνα και Ράουα, ενώ τα κυβερνητικά στρατεύματα μοιάζουν να αδυνατούν να σταματήσουν την προέλασή τους.
Η πολεμική αεροπορία εξαπέλυσε εξάλλου επιδρομές σήμερα σε δύο ζωτικής σημασίας γέφυρες στον Ευφράτη ποταμό κοντά στην πόλη Κάιμ, 340 χλμ. βορειοδυτικά της Βαγδάτης, που χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες για τις κινήσεις τους από την επαρχία Νινευή, της οποίας ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος, και την αλ Άνμπαρ.
Παράλληλα οι κυβερνητικές δυνάμεις απώθησαν νέες επιθέσεις των ανταρτών στο διυλιστήριο στην Μπάιτζι, 200 χλμ. δυτικά της Βαγδάτης.
Σύμφωνα με έναν αξιωματούχο στο γραφείο του πρωθυπουργού του Ιράκ Νούρι αλ Μάλικι, κυβερνητικές δυνάμεις βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο εσωτερικό των εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου, το οποίο έχει γίνει στόχος επανειλημμένων επιθέσεων τις τελευταίες δέκα ημέρες, και «απώθησαν χθες Δευτέρα το βράδυ τρεις επιθέσεις των ανταρτών εναντίον του διυλιστηρίου».
Ο εκπρόσωπος του Μάλικι για θέματα ασφαλείας Κάσεμ Άτα από την πλευρά του δήλωσε κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου ότι «το διυλιστήριο βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο και την προστασία των δυνάμεων ασφαλείας» και πρόσθεσε πως «αποκρούουμε όλες τις απόπειρες των τρομοκρατών» να καταλάβουν το διυλιστήριο ή να του προκαλέσουν ζημιές.
Ο στρατός είχε ανακοινώσει την 19η Ιουνίου πως ανέκτησε τον πλήρη έλεγχο των εγκαταστάσεων του διυλιστηρίου, έπειτα από μάχες που διήρκεσαν 24 ώρες και πλέον. Το επεισόδιο εκείνο είχε προκαλέσει αναταραχή στις διεθνείς αγορές πετρελαίου εν μέσω των ανησυχιών για τις επιθέσεις των ανταρτών και τις συνέπειες που θα μπορούσαν να έχουν στις εξαγωγές ιρακινού αργού.
Επρόκειτο για μια από τις λιγοστές επιτυχίες των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας μετά τη σειρά ηττών που υπέστησαν τις πρώτες ημέρες της γενικευμένης επίθεσης των ανταρτών οι οποίοι άρχισαν την 9η Ιουνίου. Οι ισλαμιστές πλέον έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους μεγάλα τμήματα τεσσάρων επαρχιών κι απέχουν μόλις μια εκατοστή χιλιόμετρα από τη Βαγδάτη.
Στην πόλη Μπάιτζι, οι αεροπορικές επιδρομές σκότωσαν 19 ανθρώπους και τραυμάτισαν άλλους 17, είπαν αξιωματούχοι, σύμφωνα με τους οποίους επρόκειτο για πολίτες, ενώ το δημόσιο τηλεοπτικό δίκτυο Ιρακίγια έκανε λόγο για 19 «τρομοκράτες» νεκρούς.
Σύμφωνα με έναν τοπικό αξιωματούχο στη Μπάιτζι, ανάμεσα στα θύματα είναι δέκα παιδιά και εννιά γυναίκες.
Ένας εργαζόμενος στο τοπικό νοσοκομείο επιβεβαίωσε ότι στην πλειονότητά τους τα θύματα είναι άμαχοι. Εξήγησε ότι οι αεροπορικές επιδρομές στοχοθέτησαν αντάρτες οι οποίοι «κρύβονταν μέσα σε σπίτια σε κατοικημένες περιοχές».
Παρόμοιες επιδρομές στοίχισαν τη ζωή σε 13 ανθρώπους, 7 αντάρτες και 6 πολίτες, στην πόλη Κάιμ, στην επαρχία αλ Άνμπαρ, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες.