Για κάποιους η απόφαση χαρακτηρίστηκε ως «τρελή». Ορισμένοι πιστεύουν ότι δε θα έχει κανένα αποτέλεσμα. Κάποιοι άλλοι βλέπουν θετικά το γεγονός ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας σημείωσαν σημαντική πτώση, ενώ κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι αυτό είναι εντελώς τυχαίο.
Ό,τι κι αν ισχύει, ένα είναι σίγουρο. Ότι στο Richmond της Καλιφόρνια οι ιθύνοντες πήραν την απόφαση να δοκιμάσουν κάτι εντελώς διαφορετικό. Κάτι που ξεφεύγει κατά πολύ από τα… καθιερωμένα.
Επί πολλά χρόνια η περιοχή διατηρούσε μια θλιβερή πρωτιά. Η πόλη είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανθρωποκτονιών στις ΗΠΑ και παρότι δαπανούνταν εκατομμύρια δολάρια σε προγράμματα καταπολέμησης της εγκληματικότητας, αυτά δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα.
Ένας γερουσιαστής είχε συγκρίνει μάλιστα την περιοχή με πόλεις όπως το Ιράκ, ως προς τα ποσοστά εγκληματικότητας ενώ ένας άλλος είχε προτείνει να κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Το Σεπτέμβριο του 2006 ένας άντρας δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια μιας κηδείας ενός εφήβου που είχε σκοτωθεί δύο εβδομάδες νωρίτερα.
Τότε, κάποιοι κληρικοί της περιοχής αποφάσισαν να πιέσουν τους τοπικούς άρχοντες να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό… «τώρα, χωρίς άλλη καθυστέρηση».
«Είχε έρθει η ώρα να κάνουμε κάτι διαφορετικό» δήλωσε στο motherjones.com ο 56χρονος βαπτιστής ιερέας, Andre Shumake, ο γιος του οποίου δέχτηκε έξι σφαίρες την ώρα που έκανε ποδήλατο.
Οι ιθύνοντες της περιοχής προσέλαβαν συμβούλους, για να προτείνουν ιδέες, οι οποίοι με τη σειρά τους προσέγγισαν τον DeVone Boggan.
Ήταν εμφανές πια ότι τακτικές όπως οι αστυνομικές επιδρομές δεν αποτελούσαν καμία λύση.
Ο Boggan αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε αν οι πιο πιθανοί δράστες πληρώνονταν για να μην προκαλούν προβλήματα.
Κατέθεσε την πρότασή του και οι τοπικοί αξιωματούχοι απάντησαν θετικά για ένα πρόγραμμα τριετούς διάρκειας.
Στα τέλη του 2007, ιδρύθηκε το γραφείο «Office of Neighborhood Safety», ένα πειραματικό μοντέλο δημόσιας-ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση της βίας στους δρόμους, που ονομάστηκε «Richmond model».
Τέσσερις φορές το χρόνο, μια ομάδα ελέγχει τα αρχεία της αστυνομίας και αυτά που έχει συγκεντρώσει η ίδια για να διαπιστώσει ποιοι κάτοικοι της πόλης είναι οι 50 πιο πιθανοί να διαπράξουν κάποιο έγκλημα (να πυροβολήσουν κάποιον, ή να πέσουν οι ίδιοι θύματα).
Το ONS πλησιάζει τους πιο «επικίνδυνους» προσφέροντάς τους μια θέση στο πρόγραμμα, μαζί με ένα μισθό προκειμένου να αλλάξουν την πορεία της ζωής τους.
Παρότι το πρόγραμμα αυτό είναι χρηματοδοτούμενο από το κράτος, δε μοιράζεται στοιχεία και πληροφορίες με την αστυνομία.
Το 2007, όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα, το Richmond ήταν η 9η πιο επικίνδυνη πόλη στις ΗΠΑ με 47 δολοφονίες ανά 106.000 κατοίκους.
Το 2013 σημείωσε τα χαμηλότερα ποσοστά ανθρωποκτονιών στα τελευταία 33 χρόνια: 15 ανά 100.000 κατοίκους, σημειώνει ο αρθρογράφος.
Πώς λειτουργεί το πρόγραμμα
Μια ομάδα επτά ατόμων (φρουροί της γειτονιάς) περιπολούν στους δρόμους σαν αστυνομικοί, παρακολουθώντας τα 50 άτομα υψηλού κινδύνου. Οι συντονιστές του προγράμματος, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι πρώην κατάδικοι, ελέγχουν τα πάντα με τις πηγές και τους πληροφοριοδότες τους και αναφέρουν τι έχουν καταφέρει να μάθουν.
Όταν χτιστεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών και των «στόχων» κανονίζεται μια συνάντηση.
Ως αντάλλαγμα για τη «μη εγκληματική συμπεριφορά τους», το ONS δίνει μισθό στα άτομα αυτά που κυμαίνεται από 300-1000 δολάρια το μήνα, ανάλογα με την πρόοδό τους σε προσωπικό κι επαγγελματικό επίπεδο.
Αν κάποιος συμφωνήσει με μια «αντίπαλη συμμορία» να σταματήσει ο κύκλος της βίας μεταξύ τους, τότε μπορούν να κερδίσουν ακόμη περισσότερα (ωστόσο, αυτό κρίνεται ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί).
Τα μέλη του ONS μπορούν να λάβουν μισθό για τους 9 από τους 18 μήνες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα.
Οι αντίθετες φωνές
Παρά τη μείωση των ποσοστών εγκληματικότητας, υπάρχουν και οι αντίθετες φωνές, που δε συμφωνούν με αυτήν την πρακτική.
«Όσοι υποστηρίζουν την επιβολή του νόμου δυσκολεύονται να αποδεχτούν την ιδέα ότι οι άνθρωποι που προσπαθούμε να αλλάξουμε, είναι αυτοί που έχουν διαπράξει τα εγκλήματα» λέει ο Boggan.
«Δεν γίνεται κάποια αξιολόγηση, όπως θα έπρεπε. Δε φέρνουμε αντικειμενικούς ανθρώπους για να το εξετάσουν» ανέφερε από την πλευρά του ο Barry Krisberg, εγκληματολόγος από το UC-Berkeley.
Ωστόσο, το Εθνικό Συμβούλιο για την Εγκληματικότητα και την Παραβατικότητα, που χρηματοδοτείται από το υπουργείο Δικαιοσύνης και το Ίδρυμα Walton Family Foundation, μελετά την εφαρμογή του προγράμματος. «Κανείς δεν έχει ξανακάνει κάτι παρόμοιο» υποστηρίζει η Angela Wolf, ψυχολόγος.
Κανείς δε μπορεί να πει με σιγουριά αν το πείραμα του Richmond θα πετύχει μακροπρόθεσμα.
Όταν όμως το 1972, το υπουργείο Εργασίας παρείχε οικονομική βοήθεια σε αποφυλακισμένους στη Βαλτιμόρη, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πληρώνοντας τους πρώην κρατουμένους να κρατούν αποστάσεις από τα προβλήματα, ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τη μείωση των υποτροπών. Το πρόγραμμα δεν επαναλήφθηκε ποτέ με επιτυχία, καταλήγει το δημοσίευμα.