Πριν από εκατό χρόνια, λίγους μήνες προτού ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Βαγδάτη βρισκόταν υπό ένα καθεστώς, πιστό στους Τούρκους Οθωμανούς.
Οι τουρκικές αρχές στην Κωνσταντινούπολη είχαν δώσει απρόθυμα μια άδεια εισόδου σε μια μικροσκοπική, 45χρονη γυναίκα, προκειμένου να ξεκινήσει η οδύσσειά της στην έρημο, πιστεύοντας ότι η αγγλίδα εξερευνήτρια ήταν αρχαιολόγος, φιλόλογος Αραβικών και… ολίγον τι τρελή.
Στην πραγματικότητα, η Gertrude Bell ήταν κατάσκοπος. Μάλιστα, τα αφεντικά της την είχαν ενημερώσει ότι αν έμπλεκε κάπου, δε θα αναλάμβαναν καμία ευθύνη για εκείνη.
Σε λιγότερο από 10 χρόνια η Gertrude επέστρεψε στη Βαγδάτη. Ήταν η γυναίκα που σχεδίασε τα σύνορα του νέου Ιράκ, γράφει ο Clive Irving στο The Daily Beast.
Η ίδια μαζί με το νεαρό T.E. Lawrence, έμπειρο γνώστη της ζωής στην έρημο, προσελήφθησαν λίγο πριν από το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου για να συγκεντρώσουν πληροφορίες για τους Οθωμανούς. Και οι δύο γνώριζαν να μιλούν αραβικά άπταιστα. Μαζί με άλλους κατασκόπους στελέχωσαν το Αραβικό Γραφείο, που έδρευε στο Κάιρο.
Το επικό οδοιπορικό της στην έρημο το 1913-14 είχε ήδη γίνει θρύλος. Στόχος της ήταν μια πόλη που ονομαζόταν Hail, στην οποία δεν είχε φτάσει κανένας Ευρωπαίος από το 1893. Υπό την κάλυψη της αρχαιολογικής έρευνας, ο πραγματικός σκοπός της Bell ήταν να αξιολογήσει τη δύναμη της δολοφονικής οικογένειας al Rashids.
Η οικογένεια Rashids είχε εκδιωχθεί από το Ριάντ από το νεαρό Abdul Aziz bin Abdurrahman al Saud, γνωστό αλλιώς και ως Ibn Saud, ο οποίος έμελλε να γίνει ο ιδρυτής της Σαουδικής Αραβίας.
Όταν έφτασε στην πόλη Hail οι Rashid την υποπτεύθηκαν και την έθεσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο βασιλικό συγκρότημα.
Καθότι γυναίκα όμως, η Bell απολάμβανε μερικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους της. Η κακοποίηση των γυναικών ήταν αντίθετη με τον κώδικα δεοντολογίας της ερήμου, ακόμη και σε μια δολοφονική οικογένεια, όπως αυτή των Rashid, σημειώνει ο αρθρογράφος.
Για μια εβδομάδα περίπου, η Bell ψυχαγωγήθηκε από τις γυναίκες εκείνης της πολυγαμικής κοινωνίας, τα κουτσομπολιά των οποίων της παρείχαν μια πλούσια πηγή πληροφοριών σχετικά με τις δολοπλοκίες του παλατιού. Από αυτά κατάφερε να ανακαλύψει αυτό που έψαχναν τα αφεντικά της: ότι δηλαδή οι Rashid αποτελούσαν πια παρελθόν και πως οι Σαουδάραβες θα εξελίσσονταν σε μια τρομερή και ανεξάρτητη δύναμη στην Αραβία.
Τελικά, οι Rashid την άφησαν ελεύθερη κι εκείνη πήγε στη Βαγδάτη και τη Δαμασκό προτού επιστρέψει στο Λονδίνο.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος κι ενώ οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αποφάσιζαν για το μέλλον της Αραβίας, η Bell κατείχε μια σημαντική θέση επιρροής, χάρη στις εσωτερικές πληροφορίες που είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Εν τω μεταξύ ο Lawrence είχε δεσμευτεί απέναντι στους πρίγκιπες της φυλής Hashemite, του ξακουστού Feisal, με τους οποίους είχε πολεμήσει εναντίον των Τούρκων, και στους οποίους είχε υποσχεθεί τη Δαμασκό. Ο ίδιος όμως δε γνώριζε τη μυστική συμφωνία που είχε συναφθεί με τους Γάλλους, οι οποίοι ήθελαν να έχουν τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και επρόκειτο να πάρουν τη Δαμασκό, ενώ η Βρετανία θα κάλυπτε το κενό που άφηνε πίσω της η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καταρτίζοντας εκ νέου του χάρτη της Αραβίας.
Ενώ ο Lawrence έφευγε από το Παρίσι, όπου είχε συναφθεί η Διάσκεψη Ειρήνης το 1919, η Bell πήγαινε στη Βαγδάτη, όπου ο Feisal θα έπαιρνε ένα «βραβείο» παρηγοριάς: το θρόνο του νέου Ιράκ.
Εκτός από την προοπτική των τεράστιων αποθεμάτων πετρελαίου, αυτό το νέο Ιράκ ήταν ζωτικής σημασίας για τις γραμμές επικοινωνίας με το «μεγάλο στολίδι» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας: την Ινδία.
Οι διαπραγματεύσεις στη Βαγδάτη εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από τις ικανότητες της Bell, η οποία γνώριζε άπταιστα αραβικά αλλά και τα σχίσματα και τις βεντέτες στην περιοχή. Μάλιστα, πολλές από τις συσκέψεις πραγματοποιήθηκαν στο σπίτι της.
Στις 23 Αυγούστου του 1921, σε μια τελετή στο κέντρο της Βαγδάτης ο Feisal ορίστηκε ως ο μονάρχης του Ιράκ, παρότι δεν είχε φυλετικές ρίζες στη χώρα που να ενισχύουν τη νομιμότητά του.
Για κάποιο διάστημα η Bell ήταν πολύ δημοφιλής και αγαπητή στη Βαγδάτη. Ένας αμερικανός επισκέπτης στην περιοχή την είχε αποκαλέσει μάλιστα ως «την πρώτη πολίτη του Ιράκ».
Οι Άραβες την αποκαλούσαν «Al Khatun», που σήμαινε μια αριστοκρατική γυναίκα που είχε κερδίσει το σεβασμό.
Η ίδια πήγαινε για ιππασία και κολύμπι κάθε μέρα, κάπνιζε πολύ και δεν έκρυβε το γεγονός ότι ήταν άθεη. Έμοιαζε να νιώθει πιο άνετα με τη συντροφιά των Αράβων, παρά με τους συναδέλφους της στο Κάιρο.
Ο Lawrence, ενώ σεβόταν τις γνώσεις της, πίστευε κατά τ’ άλλα ότι η Bell «δεν είχε σπουδαίο βάθος μυαλού» και πως πολιτικά ήταν πολύ κακή κριτής καθώς «άλλαζε πολύ συχνά γνώμη, σαν ανεμοδείκτης».
Η ίδια το 1923 είχε γράψει στον πατέρα της: «Στο βάθος του μυαλού μου πιστεύω, ότι εμείς οι άνθρωποι του πολέμου δε θα μπορέσουμε ποτέ να επιστρέψουμε στην πλήρη διανοητική υγεία. Το σοκ ήταν τεράστιο: είμαστε εκτός ισορροπίας. Εγώ γνωρίζω για τον εαυτό μου ότι έχω λιγότερο έλεγχο επάνω στα συναισθήματά μου, σε σχέση με το παρελθόν».
Στα 24 της αρραβωνιάστηκε με ένα νεαρό διπλωμάτη, όμως ο πλούσιος βιομήχανος πατέρας της πίστευε ότι δεν ήταν κατάλληλος και ο αρραβώνας διαλύθηκε.
Ο δεύτερος έρωτάς της ήταν βαθύς, τραγικός και αιώνιος. Η Bell ερωτεύτηκε το συνταγματάρχη Charles Doughty-Wylie. Όμως εκείνος ήταν παντρεμένος.
«Δε μπορώ να κοιμηθώ. Προσπαθώ να κοιμηθώ, όμως κάθε βράδυ γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο. Εσύ, εσύ, εσύ βρίσκεσαι ανάμεσα σε μένα και την ξεκούρασή μου. Όμως μακριά από την αγκαλιά σου δεν υπάρχει ξεκούραση. Με αποκάλεσες ζωή και φωτιά. Καίγομαι» του είχε γράψει η ίδια, για να της απαντήσει εκείνος το εξής: «Μου έδωσες ένα νέο κόσμο Γερτρούδη. Έχω αγαπήσει συχνά γυναίκες, όπως κάνει ένας άντρας σαν κι εμένα. Καλά και δυνατά, λίγο και πολύ… όπως ένιωθα εκείνη τη στιγμή, ή απλά για την περιπέτεια. Για να δω τι θα γίνει. Όμως όλα αυτά τα έχω αφήσει πίσω μου πια».
Ο Doughty-Wylie σκοτώθηκε το 1916, ενώ η Gertrude Bell πέθανε δέκα χρόνια μετά.