«Η Ιταλία ανησυχεί για τον υψηλό αριθμό θανάτων ανάμεσα σε ασθενείς με κορονοϊό» είναι ο τίτλος άρθρου της Γκρέτα Πριβιτέρα, ανταποκρίτριας του Politico στο Μιλάνο, για την κατάσταση που επικρατεί στη γειτονική χώρα.
Ειδικότερα, στο άρθρο, όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, αναφέρεται:
Καθώς οι Ιταλοί ετοιμάζονται να περάσουν τα Χριστούγεννα της εποχής Covid, μια έντονη ανησυχία πλανάται στην ατμόσφαιρα: γιατί η πανδημία οδηγεί στη χώρα αυτή σε περισσότερους θανάτους απ’ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη;
Κάθε μέρα ανακοινώνονται 600 ως 800 θάνατοι, όσοι περίπου και στην έξαρση του πρώτου κύματος της πανδημίας. Κι αυτό δείχνει ότι, παρά τα αυστηρά μέτρα και τις θυσίες, κάτι δεν πηγαίνει καλά.
Σε ό,τι αφορά τους θανάτους από την Covid-19 ανά 100.000 κατοίκους, η Ιταλία βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με άλλες χώρες που έχουν πληγεί σκληρά από τον ιό, όπως η Ισπανία. Το ποσοστό των θανάτων όμως μεταξύ αυτών που έχουν προσβληθεί (3,5%) είναι από τα χειρότερα στον κόσμο. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, μόνο το Μεξικό (9%) και το Ιράν (4,7%) ξεπερνούν την Ιταλία.
Στην Ευρώπη, μόνο η Βρετανία (3,4%) βρίσκεται κοντά στην Ιταλία. Τα ποσοστά άλλων χωρών, όπως η Γαλλία (2,4%), η Γερμανία (1,6%) και η Ισπανία (2,7%) είναι μικρότερα.
Η εξήγηση δεν είναι εύκολη. Το πιθανότερο είναι ότι για τον μεγάλο αριθμό θανάτων ευθύνεται ένας συνδυασμός ανάμεσα στη διάμεση ηλικία του πληθυσμού, την ποιότητα του συστήματος υγείας και τις επιλογές που κάνουν οι πολιτικοί.
Η διάμεση ηλικία της Ιταλίας είναι τα 46,7 χρόνια (έναντι 43,1 για την ΕΕ), κάτι που την καθιστά από τις πιο ηλικιωμένες χώρες στην Ευρώπη. Και η τάση αυτή επιταχύνεται. Από το 2009 ως το 2019, το ποσοστό των Ιταλών άνω των 80 ετών αυξήθηκε από 5,6% σε 7,2%. Τα αντίστοιχα ποσοστά είναι στη Γερμανία 6,5% και στην Πορτογαλία 6,4%.
Η εξίσωση μοιάζει λοιπόν απλή: σε μια χώρα όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι άνω των 80 ετών, η Covid-19 σκοτώνει περισσότερους. Παίζουν ρόλο όμως και άλλοι παράγοντες, με σημαντικότερο την ποιότητα του συστήματος υγείας.
Η κατάσταση υγειονομικής έκτακτης ανάγκης στην Ιταλία αποκάλυψε σημαντικές ελλείψεις στα νοσοκομεία αναφορικά με το προσωπικό και τον εξοπλισμό, ιδιαίτερα στην περιφέρεια.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ιταλία και το Βέλγιο είναι οι χώρες όπου την περίοδο 2000-2017 σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες περικοπές στα συστήματα υγείας. Πριν από είκοσι χρόνια, η Ιταλία είχε 23,3 νοσοκομεία ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους, σήμερα έχει 17,5. Στο Βέλγιο, η μείωση ήταν από 21,9 σε 15,3. Οσο για τις κλίνες στα ιταλικά νοσοκομεία, μειώθηκαν από 4,7 ανά 1.000 κατοίκους το 2000 σε 3,18 το 2017.
«Το να μην επενδύεις στην υγεία σημαίνει ότι δεν λαμβάνεις υπόψη τους πολίτες σου και δεν είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις έκτακτες καταστάσεις όπως η σημερινή», λέει η Πάολα Πεντρίνι, επικεφαλής του συνδικάτου παθολόγων στη Λομβαρδία. «Ελπίζω οι πολιτικοί μας να το έχουν καταλάβει».
Ορισμένοι ειδικοί αποδίδουν τον υψηλό αριθμό θανάτων στην Ιταλία στις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Τον περασμένο Μάρτιο, χρειάστηκαν αρκετές ημέρες στην κυβέρνηση για να αποφασίσει αν θα επιβάλει καραντίνα στο Μπέργκαμο. Οσο περνούσε ο καιρός, οι θάνατοι αυξάνονταν. Αλλά η κυβέρνηση δεχόταν πίεση από τις επιχειρήσεις που ήθελαν τα εργοστάσια να παραμείνουν ανοιχτά. Κι έτσι το Μπέργκαμο έγινε το νοσοκομείο – και αργότερα το νεκροταφείο – της Ιταλίας.
Η δυναμική αυτή εξακολουθεί να επιβραδύνει τη λήψη αποφάσεων.
«Από τις 10 ως τις 30 Οκτωβρίου, όλοι οι δείκτες υποδείκνυαν δράση, αλλά έπρεπε να περιμένουμε το επίσημο διάταγμα της 4ης Νοεμβρίου», λέει ο Κάρλο Λα Βέκια, καθηγητής επιδημιολογίας στο Μιλάνο. «Ο Οκτώβριος ήταν σαν τον Φεβρουάριο: οι ενδείξεις ήταν οι ίδιες. Τότε δεν ξέραμε. Τώρα ξέραμε ότι το να δράσουμε άμεσα είχε ουσιαστικό χαρακτήρα».