Η ιστορία των επαγγελματικών εκτελεστών αποτελεί ένα χρονικό «τελειοποίησης» της θανατικής ποινής και της αναζήτησης πιο αποτελεσματικών μέσων για το… θέαμα του θανάτου.
Η επαγγελματοποίηση του θανάτου, είχε ανατεθεί σε μια «φυλή» ανδρών, οι οποίοι στερούνταν οικογενειακής κατάστασης και εξοστρακίζονταν σχεδόν από κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, γράφει η Stassa Edwards στο theappendix.net.
Αναγκασμένοι να ζουν στο περιθώριο, οι δήμιοι ορίζονταν μέσα από ένα ασαφές πλέγμα: αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των δημόσιων θανατώσεων μεν και σχετίζονταν με το στέμμα, αλλά περιφρονούνταν ηθικά.
Δεν επέλεγε κάποιος να γίνει δήμιος. Αντίθετα, «γεννιόταν» ως τέτοιος.
Παρότι νομικά δεν υπήρχε κληρονομική διαδοχή στο επάγγελμα αυτό, συνήθως αναγνωριζόταν ως «οικογενειακή επιχείρηση».
Ο τίτλος του εκτελεστή περνούσε από το μεγαλύτερο γιο στο μεγαλύτερο γιο. Οι νεότεροι γιοι και ανιψιοί παρέμεναν στην οικογενειακή επιχείρηση, καλύπτοντας ανάγκες σε άλλες πόλεις ή ως βοηθοί.
Όσο για τις κόρες των δήμιων… εκείνες παντρεύονταν τους γιους τους, και γεννούσαν τις επόμενες γενιές εκτελεστών.
Οι πρώιμες σύγχρονες πόλεις θέσπισαν νόμους, που υπαγόρευαν σχεδόν κάθε πτυχή της ζωής των εκτελεστών, από το πού μπορούσαν να ζουν μέχρι το σε ποια κτίρια μπορούσαν να εισέλθουν ή ποιον μπορούσαν να αγγίξουν.
Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, οι δήμιοι απαγορευόταν να διαμένουν στις αστικές περιοχές, όπου παρείχαν τις υπηρεσίες τους.
Εκτός από την απαιτούμενη συμμετοχή στα θρησκευτικά δρώμενα, όπου αυτοί και οι οικογένειές τους περιορίζονταν σε ένα καθορισμένο στασίδι, οι εκτελεστές έμπαιναν στις πόλεις μόνο για να εκτελούν τα καθήκοντά τους.
Οι δήμιοι, όμως, δεν ήταν αγροίκοι, αγράμματοι, ψυχοπαθείς που απολάμβαναν ευχαρίστηση από τις δολοφονίες και τα φώτα της δημοσιότητας, όπως πολλοί πιστεύουν. Αντίθετα, ήταν σε μεγάλο βαθμό εγγράμματοι και καλά εκπαιδευμένοι. Λάμβαναν μόρφωση στο σπίτι τους, καθώς οι οικογένειές τους απαγορευόταν να πηγαίνουν στα σχολεία. Η εκπαίδευση ενός εκτελεστή συνεπαγόταν μια στοιχειώδη γνώση του συστήματος θέσης του για τη δικαιοσύνη, την τάξη και τις τελετουργίες, καθώς και το ρόλο του στο πλαίσιο αυτών.
Κυρίως όμως, η εκπαίδευσή τους περιλάμβανε εκτεταμένες αναφορές γύρω από την ανατομία του ανθρώπου. Μάλιστα, οι γνώσεις τους ήταν τόσο καλές, που πολλές φορές τους φώναζαν στη θέση των γιατρών.
Ένας καλός εκτελεστής κρινόταν από την ικανότητά του να… σκοτώνει, χωρίς το θέαμα να γίνεται πολύ αιματηρό.
Σε κάποιες γερμανικές πόλεις –σημειώνει η αρθρογράφος- οι εκτελεστές είχαν τρεις ευκαιρίες, προτού τους αρπάξει το πλήθος και πεθάνουν στη θέση του «αμαρτωλού», όπως γράφει ο Joel F. Harrington στο βιβλίο του «The Faithful Executioner».
Και η Γαλλία δεν ανεχόταν τις «κακότεχνες» εκτελέσεις. Προκειμένου οι εκτελεστές να αποφύγουν να γίνουν οι ίδιοι θύματα του κοινού τους, αναζητούσαν τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να «προσφέρουν» γρήγορο θάνατο στους καταδικασθέντες.
Ο Frantz Schmidt, δήμιος του 16ου αιώνα στη Νυρεμβέργη, έγραφε στο ημερολόγιό του, ότι είχε καταφέρει επιτυχώς να καταργήσει την τιμωρία του πνιγμού των καταδικασμένων γυναικών για βρεφοκτονία μέσα σε ένα σακί στο ποτάμι, με τον… αποκεφαλισμό, ο οποίος ήταν πιο οικονομικός και λειτουργούσε αποτρεπτικά για τις γυναίκες που σχεδίαζαν να προβούν στο ίδιο έγκλημα.
Η εφεύρεση της γκιλοτίνας άλλαξε για πάντα τη φύση των εκτελέσεων, καθώς η «τέχνη του θανάτου» έφυγε από τα χέρια του δήμιου.
Μπορούσαν να εκτελεστούν εκατοντάδες άνθρωποι μέσα σε μια μέρα, χωρίς να κουράζεται κανείς και κυρίως χωρίς… λάθη.
Η ανάγκη για καλά εκπαιδευμένους εκτελεστές μειώθηκε και μέχρι το 19ο αιώνα, οι εκτελεστές είχαν αντικατασταθεί από τις τεχνολογικές καινοτομίες.