Στις πολύνεκρες επιθέσεις που σημειώθηκαν πέρυσι σε τεμένη στο Κράισττσερτς της Νέας Ζηλανδίας και βύθισαν στο πένθος τη χώρας εστιάζει το πόρισμα σχετικής έκθεσης που συντάχθηκε έπειτα από έρευνα που διεξήχθη, τονίζοντας πως «δεν θα μπορούσαν να έχουν αποτραπεί».
Η βασιλική επιτροπή, η οποία είναι η αρχή που έχει την εξουσία διερεύνησης των πιο σημαντικών γεγονότων βάσει της νεοζηλανδικής νομοθεσίας, ζήτησε ωστόσο να γίνουν ριζικές αλλαγές στο θέμα της αντιτρομοκρατίας μετά την πολύνεκρη αυτή επίθεση ενός υπέρμαχου της θεωρίας περί υπεροχής της λευκής φυλής που στοίχισε τη ζωή σε 51 πιστούς μουσουλμάνους.
Στην έκθεση των 800 σελίδων που συνέταξε η επιτροπή αυτή, όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων υπογραμμίζεται ότι οι υπηρεσίες κατασκοπείας επικεντρώνονται στον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, αγνοώντας την τρομοκρατική απειλή που εκπροσωπούν οι εξτρεμιστές της δεξιάς.
Ωστόσο η επιτροπή δεν συμπέρανε ότι οι αρχές θα μπορούσαν να έχουν αποτρέψει τις επιθέσεις αυτές, υπογραμμίζοντας ότι, πριν από αυτές, οι «ελλιπείς» πληροφορίες που υπήρχαν για τον Μπρέντον Τάραντ δεν επαρκούσαν για να επιτρέψουν να εννοηθεί ότι θα συνιστούσε απειλή.
«Δεν υπήρχε κανένας εύλογος τρόπος να εντοπιστεί, παρά μόνο κατά τύχη», υπογραμμίζεται στην έκθεση αυτή για την ημέρα εκείνη του Μαρτίου του 2019 κατά την οποία ο Τάραντ, ένας Αυστραλός, σκότωσε εν ψυχρώ μουσουλμάνους πιστούς κατά τη διάρκεια της προσευχής της Παρασκευής.
Η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας Τζασίντα Άρντερν εξέφρασε την ικανοποίησή της για την έκθεση αυτή και δεσμεύτηκε να εξετάσει τις 44 συστάσεις που γίνονται σε αυτήν.
Ωστόσο υπενθύμισε ότι η κυβέρνησή της έχει ήδη επιτεθεί στην χαλαρότητα όσον αφορά τη νομοθεσία απέναντι στα πυροβόλα όπλα, η οποία επισημαίνεται στην έκθεση και η οποία επέτρεψε στον Τάραντ να αποκτήσει ένα πραγματικό οπλοστάσιο από όπλα στρατιωτικού τύπου.
«Η επιτροπή δεν συμπέρανε ότι τα θέματα αυτά θα είχαν επιτρέψει να αποτραπεί η επίθεση, αλλά συνιστούν ωστόσο δύο ελλείψεις και ζητώ συγγνώμη γι’ αυτές», υπογράμμισε.
Ο Τάραντ καταδικάστηκε στα τέλη του Αυγούστου σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής μετά την ομολογία της ενοχής του για 51 ανθρωποκτονίες και 40 απόπειρες ανθρωποκτονίας και για τρομοκρατική ενέργεια.
Η έκθεση για τη σφαγή αυτή, άνευ προηγουμένου στην ποινική ιστορία της Νέας Ζηλανδίας, αναμενόταν αρχικά να δοθεί στη δημοσιότητα τον Δεκέμβριο του 2019.
Αρχικά είχε καθυστερήσει λόγω των πολλών απαντήσεων που είχε να χειριστεί και στη συνέχεια λόγω της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Η επιτροπή αυτή, της οποίας ηγήθηκε ο δικαστής Ουίλιαμ Γιανγκ και η πρώην διπλωμάτης Τζάκι Κέιν, πήρε συνεντεύξεις από περισσότερους από 400 ανθρώπους.