Η Ρωσία απαγόρευσε τη διανομή ταινίας για τον μαζικό εκτοπισμό των Τσετσένων που διέταξε ο Στάλιν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ρωσικές αρχές χαρακτηρίζουν την ταινία «αντιρωσική» και επικαλούνται «παραποίηση της ιστορίας».
Η ταινία μεγάλου μήκους γυρίστηκε στην Τσετσενία και περιγράφει με λεπτομέρειες πώς οι Σοβιετικοί εκτόπισαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1944 το σύνολο του τσετσενικού λαού, μαζί με τους Ινγκούσιους, λίγους μήνες πριν από τον εκτοπισμό των Τατάρων της Κριμαίας.
Οι Τσετσένοι κατηγορήθηκαν για έλλειψη πίστης απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και για συνεργασία με τις δυνάμεις του Γ’ Ράιχ. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στο βόρειο Καύκασο και να εγκατασταθούν στις πεδιάδες της κεντρικής Ασίας. Με τίτλο «Διαταγή για Λήθη», η ταινία συμπίπτει με την 70ή επέτειο του μαζικού εκτοπισμού.
Οι δημιουργοί της ταινίας κατέθεσαν στο ρωσικό υπουργείο Πολιτισμού αίτηση για άδεια διανομής. Όμως, σύμφωνα με την επιστολή που έλαβαν από τον επικεφαλής της διεύθυνσης Κινηματογράφου του υπουργείου, τον Βιατσεσλάβ Τιελνόφ, κατηγορούνται για «παραποίηση της ιστορίας».
«Θεωρούμε ότι η ταινία αυτή θα υποκινήσει φυλετικό μίσος», έγραψε ο αξιωματούχος στην επιστολή που έχει στα χέρια του ο σεναριογράφος της ταινίας Ρουσλάν Κοκανάγεφ.
Το υπουργείο Πολιτισμού επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σε μία σκηνή που αφορά τη σφαγή στο ορεινό χωριό Χαΐμπάχ, 700 κάτοικοι του οποίου κάηκαν ζωντανοί κατόπιν σχετικής διαταγής κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων εκτοπισμού.
Το ρωσικό υπουργείο Πολιτισμού εξηγεί ότι «κατά τη διάρκεια της έρευνας σε τρία διαφορετικά αρχεία, ανάμεσά τους και τα αρχεία του NKVD (πρόγονος της KGB) και τα αρχεία του Στάλιν (που έδωσε τη διαταγή), δεν βρέθηκε κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει ότι οι κάτοικοι κάηκαν ζωντανοί».
«Αυτό μάς επιτρέπει να φθάσουμε στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις που αφορούν αυτό το γεγονός αποτελούν παραποίηση της ιστορίας», καταγγέλλει το ρωσικό υπουργείο Πολιτισμού, αξιωματούχοι του οποίου διευκρινίζουν ότι η απόφαση για την απαγόρευση προβολής δεν είναι η οριστική και ότι θα γίνει και νέα αξιολόγηση του υλικού.
Ωστόσο, ο Αλεξάντρ Τσερκάοφ, πρόεδρος της οργάνωσης για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Memorial εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι «η σφαγή του Χαϊμπάχ είναι ένα γεγονός που τυγχάνει γενικής αποδοχής».
«Στις 23 Φεβρουαρίου 1944 χιόνιζε στα βουνά και ήταν δύσκολο να υποχρεώσουν τους ανθρώπους να βαδίσουν. Συγκέντρωσαν τους ανθρώπους και έκαψαν όσους δεν μπορούσαν να βαδίσουν», λέει. «Το μόνο σημείο ως προς το οποίο μπορεί να υπάρχουν διαφωνίες είναι ο αριθμός των νεκρών», προσθέτει θεωρώντας ότι η απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού υπαγορεύεται από την αρχή «της αποφυγής προβλημάτων».
«Δεν το περίμενα, ήμασταν βέβαιοι ότι θα πάρουμε άδεια διανομής της ταινίας, δεδομένου ότι τα γεγονότα είναι ευρέως γνωστά», δήλωσε από το Γκρόζνι ο Ρουσλάν Κοκανάγεφ προσθέτοντας ότι η ομάδα της παραγωγής θα προσφύγει στη ρωσική δικαιοσύνη κατά της απόφασης του υπουργείου.
«Η ταινία δεν μπορεί να είναι αντιρωσική, διότι δεν λέει ότι ένα έθνος σκότωσε ένα άλλο έθνος…ορισμένοι Ρώσοι συμπεριφέρθηκαν καλά απέναντι στους εκτοπισμένους», λέει ο σεναριογράφος , ο οποίος έχει σπουδάσει Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Γκρόζνι.
Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν εκφράζει όλο και περισσότερο τη νοσταλγία προς τη σοβιετική εποχή και προτιμά να δίνει έμφαση στις νίκες της ΕΣΣΔ παρά στα εκατομμύρια των θυμάτων της πολιτικής του Στάλιν.
Η ταινία είναι μεγάλου μήκους, «η πρώτη τσετσενική ταινία» και χρηματοδοτείται «από ιδιώτες επενδυτές στον Γκρόζνι και τη Μόσχα», διαβεβαιώνει ο Κοκανάγεφ. Η «Διαταγή για Λήθη» έχει παρουσιασθεί σε πολλά κινηματογραφικά φεστιβάλ, στη Ρωσία και το εξωτερικό, ανάμεσά τους και τα Διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Μόσχας και της Βενετίας.