Τουλάχιστον 3 εκατομμύρια παιδιά που πεθαίνουν πριν συμπληρώσουν ένα μήνα ζωής θα μπορούσαν να σωθούν εάν λάμβαναν ποιοτική φροντίδα από την πρώτη στιγμή του τοκετού, σύμφωνα με μια πρωτοποριακή σειρά εργασιών που δόθηκαν στη δημοσιότητα σήμερα από το Lancet στα κεντρικά γραφεία της Unicef.
Όπως τονίζεται σε ανακοίνωση με αφορμή τη δημοσιοποίηση των εργασιών από το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό και την οργάνωση του ΟΗΕ για την προστασία των παιδιών, οι θάνατοι νεογνών αντιπροσωπεύουν ένα εντυπωσιακό 44% της συνολικής θνησιμότητας των παιδιών κάτω των πέντε ετών, ποσοστό που αντιπροσωπεύει μερίδιο μεγαλύτερο σε σχέση με το 1990. Αυτοί οι θάνατοι παρατηρούνται μεταξύ των φτωχότερων και των πλέον μειονεκτούντων πληθυσμών.
«Έχουμε δει τεράστια πρόοδο στον τομέα της επιβίωσης των παιδιών κάτω των πέντε ετών, αλλά εκεί που υπάρχει παγκόσμια πρόβλημα είναι στα πολύ νεώτερα και πιο ευάλωτα παιδιά», δηλώνει ο Dr. Mickey Chopra, επικεφαλής των παγκόσμιων προγραμμάτων υγείας της Unicef. Και συμπληρώνει: «Αυτή η ομάδα των παιδιών χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Εστιάζοντας στην κρίσιμη περίοδο ανάμεσα στον τοκετό και τις πρώτες ώρες της ζωής, μπορούμε ν’ αυξήσουμε δραματικά τις πιθανότητες επιβίωσης τόσο για τη μητέρα, όσο και για το παιδί».
Σύμφωνα με τη Unicef, 2,9 εκατομμύρια βρέφη πεθαίνουν κάθε χρόνο μέσα στις πρώτες 28 ημέρες της ζωής τους. Άλλα 2,6 εκατομμύρια μωρά γεννιούνται νεκρά και 1,2 εκατομμύρια από αυτούς τους θανάτους συμβαίνουν όταν η καρδιά του μωρού σταματά κατά τη διάρκεια του τοκετού. Οι πρώτες 24 ώρες μετά τη γέννηση είναι οι πιο επικίνδυνες τόσο για το παιδί, όσο και για τη μητέρα – σχεδόν το ήμισυ των θανάτων μητέρων και νεογέννητων συμβαίνουν τότε.
Η σειρά «Κάθε Νεογέννητο» του Lancet προσδιορίζει τις πιο αποτελεσματικές παρεμβάσεις στον τομέα της επιβίωσης των νεογέννητων, συμπεριλαμβανομένων του θηλασμού, της ανάνηψης του νεογέννητου, της «φροντίδας καγκουρό» για τα πρόωρα μωρά – δηλαδή, την παρατεταμένη επαφή του δέρματός τους, με το δέρμα της μητέρας και της πρόληψης και θεραπείας των λοιμώξεων. Περισσότερη χρηματοδότηση και επαρκής εξοπλισμός είναι επίσης ζωτικής σημασίας.
Οι χώρες που έχουν σημειώσει τη μεγαλύτερη πρόοδο στην καταπολέμηση της νεογνικής θνησιμότητας, έχουν δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτή την «ομάδα» ως μέρος της συνολικής υγειονομικής φροντίδας για τα παιδιά κάτω των 5 ετών και τις μητέρες τους. Η Ρουάντα – η μόνη μεταξύ των χωρών της υποσαχάριας Αφρικής – μείωσε κατά το ήμισυ τον αριθμό των νεογέννητων που γεννήθηκαν νεκρά από το 2000. Ορισμένες χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος έχουν κάνει αξιοσημείωτη πρόοδο, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων μεθόδων, την κατάρτιση μαιών και νοσοκόμων για να φτάσει στις πιο φτωχές οικογένειες με υψηλότερη ποιότητα φροντίδας κατά τη γέννηση , ιδίως για τα μικρά ή άρρωστα νεογέννητα.
Σε μια έρευνα στις 51 χώρες με την υψηλότερη επιβάρυνση νεογνικών θανάτων διαπιστώθηκε ότι εάν η ποιότητα της περίθαλψης που λαμβάνεται από τους πλουσιότερους γινόταν καθολική, θα υπήρχαν 600.000 λιγότεροι θάνατοι ετησίως – μια μείωση σχεδόν κατά 20% .
Οι υψηλότεροι αριθμοί των νεογνικών θανάτων ετησίως, παρατηρούνται στη Νότια Ασία και την υποσαχάρια Αφρική, με την Ινδία (779.000), τη Νιγηρία (267.000) και το Πακιστάν (202.400) να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις. Για τις χώρες αυτές , κάθε 1 δολάριο που επενδύεται στην υγεία μιας μητέρας ή μωρού, έχει εννεαπλάσιο κοινωνικό και οικονομικό όφελος.
Η Unicef και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας θα ξετυλίξουν τον επόμενο μήνα ένα «Σχέδιο Δράσης για Κάθε Νεογέννητο» που έχει ως στόχο να δώσει ένα τέλος, μέχρι το 2035, στους μητρικούς και παιδικούς θανάτους που μπορούν να προληφθούν.
Η σειρά «Κάθε Νεογέννητο» έχει γραφτεί από κοινού, ανάμεσα σε άλλους, από ειδικούς της UNICEF, τη Σχολή Υγιεινής και Τροπικού Φαρμάκου του Λονδίνου και το Πανεπιστήμιο Agha Khan στο Πακιστάν.