Άλλοι κάνουν προβλέψεις και οι αναλυτές εκτιμήσεις, οι οποίες δεν προμηνύουν αλλαγές στην Ε.Ε. μετά τις ευρωεκλογές. Ο λόγος; Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ δεν φαίνεται να πλήττεται από το κύμα του ευρωσκεπτικισμού που αναμένεται να κατακλύσει τις Ευρώπη στις εκλογές της 25ης Μαΐου, και προαναγγέλλεται ήδη ως η μεγάλη κερδισμένη της ψηφοφορίας για την ανανέωση των θεσμών της Ε.Ε.
Καθώς στη Γερμανία αναμένεται μια νέα μεγάλη νίκη του συντηρητικού κόμματός της (CDU/CSU), μετά τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου, η μοναδική επικεφαλής μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας που επιβίωσε της οικονομικής κρίσης αναμένεται ότι θα δικαιολογήσει περισσότερο παρά ποτέ το παρωνύμιό της ως «Βασίλισσας της Ευρώπης», εκτιμούν αναλυτές, οι οποίοι θεωρούν απίθανο να υπάρξει κάποια θεμελιώδης αλλαγή οικονομικής πορείας στις Βρυξέλλες.
Δεν είναι υποψήφια, όμως το πρόσωπό της υπάρχει παντού στους δρόμους της Γερμανίας: «Μαζί για την επιτυχία στην Ευρώπη». Οι αφίσες της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) εικονίζουν την Μέρκελ που βρίσκεται στο ζενίθ της δημοτικότητάς της μάλλον, παρά τον πρώην πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, επικεφαλής του ψηφοδελτίου των συντηρητικών και υποψήφιό τους για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά σχεδόν άγνωστο στο ευρύ κοινό.
Στις δημοσκοπήσεις, οι Γερμανοί –οι οποίοι στέλνουν το μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών στις Βρυξέλλες (96) λόγω του δημογραφικού βάρους τους– προκρίνουν ως μελλοντικό πρόεδρο τον Μάρτιν Σουλτς, νυν πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σοσιαλδημοκράτη μεν… αλλά Γερμανό.
Εντούτοις οι συντηρητικοί της Μέρκελ απέχουν στις δημοσκοπήσεις μια δεκαριά μονάδες από τους σοσιαλδημοκράτες (περίπου 38% έναντι 27%), όσο και στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου που οδήγησαν τους δύο σχηματισμούς να σχηματίσουν μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού».
Η CDU/CSU χάνει λίγη δύναμη κυρίως προς όφελος της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), ενός μικρού ευρωσκεπτικιστικού κόμματος της δεξιάς που δημιουργήθηκε πρόσφατα και οι δημοσκοπήσεις το ανεβάζουν στο 7%, υπογραμμίζει ο Γενς Βάλτερ, πολιτειολόγος στο πανεπιστήμιο του Ντίσελντορφ.
Στη Γερμανία δεν συμβαίνει συνεπώς τίποτε που να μπορεί να συγκριθεί με την απόρριψη εν ενεργεία κυβερνήσεων η οποία αναμένεται στην Αυστρία, στην Ολλανδία και ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο έρχεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις.
«Σε μια ευρωπαϊκή προοπτική», η επίδοση που αναμένεται να έχουν στη Γερμανία οι συντηρητικοί της Μέρκελ είναι «ένα εξαιρετικά καλό αποτέλεσμα», υπογραμμίζει ο Βάλτερ.
«Η υποστήριξη (των Γερμανών) στη διαχείριση της κας Μέρκελ και η υπεράσπιση εκ μέρους της των γερμανικών συμφερόντων στην κρίση του ευρώ συνεχίζονται», εκτιμά ο Τζούλιαν Ράπολντ, ειδικός στην ευρωπαϊκή πολιτική της βερολινέζικης «δεξαμενής σκέψης» DGAP.
Η γερμανική οικονομία εξακολουθεί να προηγείται των γειτονικών της. Έπειτα από περισσότερο από οκτώ χρόνια στην εξουσία, η Μέρκελ μπόρεσε να αρχίσει την τρίτη θητεία της με τη θέσπιση κοινωνικών μέτρων (εισαγωγή ενός κατώτατου μισθού, βελτίωση των συντάξεων…) υπό την πίεση των νέων σοσιαλδημοκρατών συμμάχων της, όταν αλλού στην Ευρώπη εφαρμόζονται πολιτικές λιτότητας.
Οι πολιτικές αυτές, που ενθαρρύνονταν από την Επιτροπή του απερχόμενου προέδρου Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, δεν είναι καθόλου δημοφιλείς και αναμένεται ότι θα οδηγήσουν σε «τιμωρία» των συντηρητικών σε πολλές χώρες. Όμως αυτό ουδόλως ωφελεί τους σοσιαλιστές, οι οποίοι απέτυχαν να αποστασιοποιηθούν.
Το αποτέλεσμα είναι οι συντηρητικοί και οι σοσιαλιστές να έρχονται στήθος με στήθος στις δημοσκοπήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο με φόντο την άνοδο των ευρωσκεπτικιστών και μακροχρόνιες διαβουλεύσεις αναμένονται για το διορισμό του διαδόχου του Μπαρόζο.
Αν ο νέος πρόεδρος της Επιτροπής είναι ένας συντηρητικός, ο Γιούνκερ ή κάποιος άλλος, η Μέρκελ «θα διατηρήσει ή θα αυξήσει την επιρροή της». Αν είναι ο Σουλτς ή κάποιος άλλος σοσιαλδημοκράτης, «θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εργασθεί με επιτρόπους προερχόμενους από άλλα κόμματα», αναλύει ο Ράπολντ, ο οποίος δεν προβλέπει «ουσιαστική αλλαγή» πολιτικής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είναι ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ αυτός που θα επαναφέρει σε ισορροπία την ευρωπαϊκή πολιτική της Μέρκελ, όπως είχε διακηρύξει μετά την εκλογή του το 2012. «Η Γαλλία δεν πάει καλά οικονομικά» και «είναι απασχολημένη με τον εαυτό της», επισημαίνει.
Ο Βάλτερ υπογραμμίζει εξάλλου τη σχετική σύγκλιση απόψεων μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλιστών για να περιορισθεί το δημόσιο χρέος και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, με προώθηση παραλλήλως μέτρων για την ανάπτυξη, όπως οι επενδύσεις στις υποδομές ή η εκπαίδευση.
Το γαλλογερμανικό ζευγάρι εμφανίσθηκε πρόσφατα «πολύ αρμονικό», αλλά «πιστεύω πως αυτός που έκανε το μεγαλύτερο βήμα ήταν ο Ολάντ. Δεν πιστεύω πως η Μέρκελ άλλαξε πολύ», λέει ο πολιτειολόγος του πανεπιστημίου του Ντίσελντορφ.
Ο σκιτσογράφος της κεντροαριστερής εφημερίδας «Ταγκεσπίγκελ» εικόνιζε αυτό το σαββατοκύριακο την Άνγκελα Μέρκελ στην κουζίνα η οποία έλεγε: «Εγώ επιλέγω τι θα βάλουμε στο τραπέζι. Ο λαός επιλέγει αυτόν που σας σερβίρει τα πιάτα».