Σε μια επιχείρηση μεγάλης κλίμακας σε όλη την Αυστρία, η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος έλαβε μέτρα κατά της δεξιάς εξτρεμιστικής σκηνής, πραγματοποιώντας σε επτά από τα εννέα ομόσπονδα κρατίδια της χώρας, ένδεκα έρευνες σε κατοικίες με εντολή διαφόρων εισαγγελέων, ανακοίνωσε το απόγευμα το υπουργείο Εσωτερικών στη Βιέννη.
Όλοι οι ύποπτοι κατηγορούνται ότι ενήργησαν κατά παραβίαση του αποκαλούμενου «Νόμου περί απαγόρευσης», έχοντας στην πλειονότητα τους προβεί σε «διάδοση μίσους μέσω του Διαδικτύου».
Σύμφωνα με το υπουργείο Εσωτερικών, στο σύνολο των 40 υπόπτων εντοπίστηκαν κινητά τηλέφωνα, φορείς δεδομένων και αντικείμενα που σχετίζονται με τα ποινικά αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται, όπως ναζιστικά αναμνηστικά και σύμβολα.
Οι 14 από τους 40 είναι νόμιμοι κάτοχοι άδειας οπλοφορίας, εναντίον δύο ισχύει απαγόρευση κατοχής όπλων, τέσσερις είναι ακροδεξιοί εξτρεμιστές με ποινικό μητρώο, ενώ, σε επτά περιπτώσεις, η κατηγορία της διασποράς μέσους ήταν επιπλέον αιτία για τον εντοπισμό τους.
Όπως αναφερόταν σχετικά από το υπουργείο Εσωτερικών, τα περιστατικά έχουν συμβεί σε ομάδες WhatsApp, στο Facebook και σε συζητήσεις κατά τη διάρκεια διαδικτυακού παιχνιδιού, και αυτή την στιγμή συνεχίζονται διάφορες ανακρίσεις των κατηγορουμένων, ενώ θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση των κατασχεθέντων κινητών τηλεφώνων και φορέων δεδομένων, καθώς και των εγγράφων και του προπαγανδιστικού υλικού.
Συνολικά, περίπου 150 υπάλληλοι διαφόρων υπηρεσιών συμμετείχαν στην επιχείρηση, στην οποία, εκτός από στελέχη της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Προστασίας Συντάγματος και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας, όπως και των εννέα Ομόσπονδων Υπηρεσιών Προστασίας Συντάγματος, πήραν μέρος η Ειδική Ομάδα Cobra, οι αστυνομικές διευθύνσεις και οι εγκληματολογικές υπηρεσίες των αυστριακών ομόσπονδων κρατιδίων.
Εναντίον των 40 ατόμων έχει απαγγελθεί κατηγορία για παραβίαση του αποκαλούμενου «Νόμου Απαγόρευσης», ο οποίος είχε ψηφιστεί αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από την πρώτη αυστριακή κυβέρνηση, και με αυτόν απαγορευόταν το ναζιστικό κόμμα και ρυθμιζόταν νομικά η αποναζιστικοποίηση της Αυστρίας.
Ο νόμος, που περιλαμβάνεται στο αυστριακό Σύνταγμα και είχε τροποποιηθεί το 1947 και τελευταία το 1992, προβλέπει την επιβολή αυστηρών ποινών για οποιαδήποτε δράση σχετιζόμενη με τον εθνικοσοσιαλισμό (σ.σ. από “απλή” συνθηματολογία, σύμβολα και εμβλήματα) και εφαρμόζεται αμείλικτα σχεδόν πάντα από τα αυστριακά δικαστήρια σε τέτοιες περιπτώσεις.
Σε σχέση με τη συζήτηση ως προς την ύπαρξη εύφορου εδάφους για νεοναζιστικές ομάδες στην Αυστρία και ως προς τις διασυνδέσεις προς εκείνες που κατά καιρούς βρίσκονται σε έξαρση στη γειτονική Γερμανία, από το “Αρχείο Τεκμηρίωσης της Αυστριακής Αντίστασης”, θεωρείται ότι το έδαφος για την ανάπτυξη τέτοιων πυρήνων είναι εύφορο, ενώ δεδομένες είναι και οι άριστες επαφές τους με τους Γερμανούς ομοϊδεάτες.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου «Η ‘Ακρα Δεξιά στην Ευρώπη», τον Χέριμπερτ Σίντελ, συνεργάτη του “Αρχείου”, δεν είναι τυχαίο πως, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, Αυστριακοί νεοναζιστές είχαν αναλάβει το έργο της πολιτικής «ανασυγκρότησης» στην περιοχή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Σύμφωνα με τον Χέριμπερτ Σίντελ, ο οποίος στο βιβλίο του θέτει και το ερώτημα των πηγών χρηματοδότησης των ακροδεξιών και νεοναζιστών στην Ευρώπη, «εάν η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση έχει λειτουργήσει μέχρι τώρα κάπου στην Ευρώπη, τότε σίγουρα στη νεοναζιστική σκηνή».