Προτού μετακομίσει στο Ισραήλ και κάνει τη δική της οικογένεια, η ζωή της 75χρονης σήμερα Eva Levi σημαδεύτηκε από μία από τις χειρότερες φρικαλεότητες που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία.

Το Ολοκαύτωμα.

Η Eva Levi είναι η νεότερη επιζήσασα της λίστας του γερμανού επιχειρηματία Όσκαρ Σίντλερ.

Με αφορμή την ημέρα μνήμης των θυμάτων του ναζισμού η 75χρονη γυναίκα αποφάσισε να πει τη δική της ιστορία.

Διαβάστε το κείμενο όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα idfblog.com:

«Γεια σας,

Το όνομά μου είναι Eva Lavi. Γεννήθηκα στην Κρακοβία της Πολωνίας και όταν ήμουν δύο ετών ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Όταν τελείωσε ο πόλεμος ήμουν έξι ετών.

Κατά τη διάρκεια αυτού απελάθηκα από ένα γκέτο στο Άουσβιτς και στη συνέχεια στην Τσεχοσλοβακία.

Σήμερα είμαι ζωντανή και μπορώ να σας πω την ιστορία μου χάρη σε δύο ανθρώπους: τον Όσκαρ Σίντλερ και τη μητέρα μου.

Είμαι παντρεμένη και ζω στο Ισραήλ. Έχω δύο παιδιά και τρία εγγόνια. Η πρώτη μου εγγονή η Anne είναι στον ισραηλινό στρατό, γι’ αυτό κι εγώ λέω την ιστορία μου μέσω της ιστοσελίδας Israel Defence Forces.



Μια χαμένη παιδική ηλικία

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ήμουν τόσο μικρή που δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει.

Δεν έζησα καμία παιδική ηλικία. Δεν είχα παππούδες ή γιαγιάδες και δεν πήγα σε παιδικό σταθμό και σχολείο.

Ωστόσο, παρότι αυτά τα χρόνια της ζωής μου ήταν απαίσια, η τύχη μου χαμογέλασε δύο φορές: το όνομά μου γράφτηκε στη λίστα του Όσκαρ Σίντλερ –της οποίας ήμουν το νεότερο μέλος- και είχα την ευκαιρία να μείνω κοντά στη μητέρα μου.

Στην αρχή μας στείλανε στο γκέτο της Κρακοβίας. Από εκεί μας πήγαν σε στρατόπεδα εργασίας κοντά στην Κρακοβία και κάπως έτσι το όνομά μου βρέθηκε στη λίστα του Σίντλερ.

Στη συνέχεια ήθελαν να μας πάνε στην Τσεχοσλοβακία, όμως μετά από ένα ατύχημα μας μετέφεραν στο Άουσβιτς.

Μείναμε στο στρατόπεδο του θανάτου τρεις εβδομάδες και ζούσαμε υπό άθλιες συνθήκες.

Ο φόβος του θανάτου ήταν πάντα παρών και “ανανεωνόταν” κάθε φορά που πλησιάζαμε στα κρεματόρια.

Μια ιστορία αβεβαιότητας και παραφροσύνης

Μια ιδιαίτερη στιγμή ξεχωρίζει από το διάστημα αυτό της ζωής μου που ζούσα σε αυτήν την κόλαση.

Μια μέρα, ενώ όλες οι γυναίκες ήταν συγκεντρωμένες σε ένα σκοτεινό κτίριο, μια αξιωματικός των Ναζί πλησίασε τη μητέρα μου και της είπε ότι θα με έπαιρναν μακριά. Η μητέρα μου άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει. Δε με άφηνε να φύγω.

Όμως στο Άουσβιτς ήταν αδύνατο να πεις όχι σε κάτι.

Τότε η μητέρα μου ρώτησε πού θα με πηγαίνανε και η αξιωματικός της υποσχέθηκε ότι θα ήταν ένα καλό μέρος.
Η μητέρα μου δεν καταλάβαινε τίποτα.

Ένα καλό μέρος; Στο Άουσβιτς; Πώς ήταν δυνατό κάτι τέτοιο;

Η αξιωματικός όμως της ορκίστηκε ξανά ότι θα με πήγαιναν σε ένα καλό μέρος.

Και όντως με πήγαν σε ένα πολύ διαφορετικό μέρος μέσα στο Άουσβιτς.

Κανείς δε μπορούσε να το πιστέψει.

Το μέρος ήταν σύγχρονο και καθαρό, κάτι πολύ σπάνιο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου τα πάντα ήταν βρώμικα και μαύρα.

Σε αυτό το νέο μέρος υπήρχαν μόνο καλοντυμένα παιδιά, τα οποία έδειχναν σχεδόν όμορφα.

Δεν καταλάβαινα καθόλου πού βρισκόμουν.

Ένιωθα ότι ίσως και να βρισκόμουν στον παράδεισο.

Υπήρχαν ζωγραφιές στους τοίχους, παιχνίδια, ρούχα.

Βέβαια, τα παιδιά ήταν εμφανώς λυπημένα γιατί ήταν μόνα τους και χωρίς τους γονείς τους.

Ήταν το έτος 1944 και η πείνα ήταν κοινό φαινόμενο. Όχι όμως και σε αυτό το μέρος. Εκεί κανείς δεν πεινούσε.

Μια μέρα οι Ναζί μας κάλεσαν σε δείπνο. Την προηγούμενη μέρα δεν είχαμε φάει σχεδόν τίποτα. Μια φέτα ψωμί εδώ, λίγες πατάτες εκεί.

Εκείνο το βράδυ μας σέρβιραν κανονικό φαγητό και φάγαμε πάρα πολύ!

Και το επόμενο πρωί φάγαμε πραγματικό πρωινό!

Οι Ναζί ήταν τόσο περιποιητικοί που πιστέψαμε ότι ίσως είχε τελειώσει ο πόλεμος.

Ξαφνιαστήκαμε όταν και το μεσημέρι είδαμε να στρώνουν τραπέζι.

Καθόμασταν εκεί όταν μπήκαν μέσα τρεις ή τέσσερις χαμογελαστοί, ευγενικοί κύριοι ντυμένοι με πολιτικά.

Κάθε ένας από αυτούς κάθισε δίπλα σε ένα παιδί.

Ακόμη θυμάμαι τη μυρωδιά από τις πατάτες που μας σέρβιραν για μεσημεριανό.

Είχαμε όμως φάει τόσο πολύ την προηγούμενη, που με δυσκολία το στομάχι μου άντεχε κάτι άλλο.

Δεν πεινούσα καθόλου και άρχισα να κλαίω.

Ο πολίτης που είχε καθίσει δίπλα μου με ρώτησε: “Τι συμβαίνει καλή μου; Μήπως πεινάς;”

Απάντησα ότι δεν πεινούσα.

Οι άνθρωποι αυτοί ήταν στην πραγματικότητα από τον Ερυθρό Σταυρό.

Όλα τα ρούχα, το φαγητό, το μέρος ολόκληρο ήταν μια ψεύτικη επίδειξη του τι συνέβαινε στο Άουσβιτς.

Κρεματόρια;

Δεν τα έβλεπε κανείς.

Αξιαγάπητα, καλοντυμένα παιδιά που ήταν καλά και δεν πεινούσαν.

Αυτά είδαν οι επιθεωρητές του Ερυθρού Σταυρού.

Η λίστα του Σίντλερ που μου έσωσε τη ζωή

Μια μέρα συγκεντρώθηκαν όλοι οι άνθρωποι που ήταν γραμμένοι στη λίστα του Σίντλερ.

Ένας αξιωματικός των Ναζί άρχισε να διαβάζει τα ονόματα και όταν φώναξε το δικό μου και είδε ότι ήμουν ένα μικρό κοριτσάκι, γύρισε στον Σίντλερ και του φώναξε: “Είσαι τρελός! Μοιάζει για επαγγελματίας στα όπλα; Είναι απλά ένα κορίτσι!”. Ο Όσκαρ του απάντησε ότι αυτό δεν ήταν πρόβλημα: με είχε μάθει πώς να κάνω μια συγκεκριμένη δουλειά, που μόνο τα δάχτυλά μου μπορούσαν να κάνουν. Η συγκεκριμένη σκηνή υπάρχει και στην ταινία “Η Λίστα του Σίντλερ”.

Έτσι καταφέραμε να μεταφερθούμε στην Τσεχοσλοβακία.

Εκεί ήταν διαφορετικά και πιο εύκολα, επειδή υπεύθυνος για εμάς ήταν ο Σίντλερ και όχι οι Γερμανοί.

Από εκείνο το στρατόπεδο στην Τσεχοσλοβακία απελευθερωθήκαμε.

Την ημέρα της απελευθέρωσης ο Σίντλερ δεν ήταν εκεί και εμείς δεν είχαμε ιδέα τι επρόκειτο να συμβεί.

Ξαφνικά είδαμε ένα ρώσο στρατιώτη επάνω σε ένα άλογο στην πύλη.

Καθώς ήμουν η μικρότερη οι άνθρωποι μου έδιναν λουλούδια και εγώ έτρεξα στον στρατιώτη.

Όταν με είδε με πήρε στο άλογό του και επιστρέψαμε μαζί στο στρατόπεδο.

Από το Άουσβιτς στο Ισραήλ

Τη δεκαετία του 1950 η οικογένειά μου μετανάστευσε στο Ισραήλ. Πήγα να ζήσω σε ένα Κιμπούτς και ήταν υπέροχα. Πήγα σχολείο και αφού πέρασα εξετάσεις πήγα στο στρατό. Υπηρέτησα στην πολεμική αεροπορία.

Στην οικογένειά μου η πολεμική αεροπορία “κυλάει στο αίμα μας”.

Εκεί γνώρισα το σύζυγό μου, ενώ και ο γιος μου είναι στις αμυντικές δυνάμεις του Ισραήλ.

Έχοντας ζήσει τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, του Άουσβιτς, του θανάτου και του φόβου εκεί, συγκινούμαι πάντα όταν βλέπω το στρατό, τους στρατιώτες και τη σημαία μας».