Η γαλλική κυβέρνηση ετοιμάζεται να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες κατά 50 δισεκατομμύρια ευρώ για να ανακατανείμει τα 30 από αυτά στις επιχειρήσεις. Το πολιτικό στοίχημα είναι τολμηρό, το οικονομικό στοίχημα επίσης. Ένας «κραδασμός της προσφοράς» μπορεί από μόνος του να δημιουργήσει ανάπτυξη; Θα μπορέσει η κυβέρνηση να τηρήσει τις δεσμεύσεις της στο θέμα των δημοσίων ελλειμμάτων;
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Γάλλος οικονομολόγος Ντανιέλ Κοέν γράφει στη Le Monde ότι η Γαλλία πάσχει από ένα τριπλό έλλειμμα: ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας (κυρίως απέναντι στη Γερμανία) και δημοσίων οικονομικών. Αν διέθετε το όπλο της υποτίμησης, η συνταγή των οικονομολόγων θα ήταν δεδομένη: υποτίμηση του φράγκου και δημοσιονομική λιτότητα. Αυτό έγινε στην Ιρλανδία και στη Σουηδία τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.
Και στις δύο περιπτώσεις, η υποτίμηση προηγήθηκε της λιτότητας. Αποφεύχθηκε έτσι αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «καμπύλη J»: να προκαλέσει πρώτα η υποτίμηση ύφεση, αφού οι εισαγωγές θα είναι ακριβότερες, προτού ξεκινήσει η ανάκαμψη λόγω της ενίσχυσης των εξαγωγών. Μια χρονικά προσαρμοσμένη δημοσιονομική προσαρμογή επιτρέπει να αποφευχθεί η ύφεση. Το δημοσιονομικό έλλειμμα στηρίζει τη ζήτηση κατά την πρώτη περίοδο της υποτίμησης, για να μειωθεί στη συνέχεια όταν οι εξαγωγές εκτοξευθούν.
Με το ευρώ, όμως, η υποτίμηση δεν είναι εφικτή. Πρέπει να αναζητηθούν έτσι άλλα εργαλεία, όπως η δημοσιονομική υποτίμηση, που πρέπει να είναι όμως κατάλληλα σχεδιασμένη ώστε να οδηγήσει στα ίδια αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, η μείωση των ελλειμμάτων επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη. Το παραδέχεται πλέον και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η μείωση του ελλείμματος κατά μία μονάδα μειώνει την ανάπτυξη κατά μία μονάδα. Η Γαλλία μπορεί λοιπόν να ζητήσει μια νέα προθεσμία για τη μείωση των ελλειμμάτων της. Αλλά η στρατηγική αυτή είναι ριψοκίνδυνη. Οι εταίροι της και οι αγορές μπορεί να αντιδράσουν αρνητικά. Αυτός είναι ο λόγος που ο «κραδασμός της προσφοράς» είναι ένα τόσο λεπτό ζήτημα.
Τι μπορεί να γίνει; Ένα από τα μέτρα που ενδεχομένως θα έφερναν αποτέλεσμα – γράφει ο Κοέν – είναι η ενίσχυση των επενδύσεων, τόσο των δημοσίων όσο και των ιδιωτικών. Η ενίσχυση των δημοσίων επενδύσεων θα υποχωρούσε σταδιακά μπροστά στις ιδιωτικές, κάτι που θα τόνωνε τη ζήτηση, ιδίως στη βιομηχανία, και άρα τους εξαγωγείς.
Σε κάθε περίπτωση, η Γαλλία δεν είναι μόνη της ούτε μπορεί να προχωρήσει μόνη της. Την περασμένη Δευτέρα, ο Φρανσουά Ολάντ είπε μια σιβυλλική φράση. Αφού παρουσίασε τα σύμφωνα ευθύνης και αλληλεγγύης, κάλεσε την κυβέρνηση Βαλς «να πείσει την Ευρώπη ότι η συμβολή της Γαλλίας στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν της ζητηθεί να τηρήσει τις δεσμεύσεις της».
Ο νέος υπουργός Οικονομικών Αρνό Μοντεμπούρ έπιασε αμέσως το νόημα. «Με τη νέα κυβέρνηση μάχης», τόνισε, «έχουμε την ευκαιρία να αλλάξουμε τον προσανατολισμό της Ευρώπης. Μέχρι τώρα, εκείνη μας προσανατόλιζε στη λιτότητα και τον δογματισμό, ενώ αυτό που μας χρειάζεται είναι πραγματισμός». Όπως σημειώνει βέβαια στη Le Monde ο συνονόματος του υπουργού, ο δημοσιογράφος Αρνό Λεπαρμαντιέ, για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να μεταβεί επειγόντως ο Μανουέλ Βαλς στο Βερολίνο.
Ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί εύκολα να ταξινομηθεί ιδεολογικά. Είναι σκληρός με τους μετανάστες – ικανοποιώντας τη Δεξιά – αλλά είναι ταυτόχρονα υπέρμαχος του γάμου των ομοφυλοφίλων (και αντίθετος με τη νομιμοποίηση της κάναβης). Οι σοσιαλιστές σύντροφοί του διαμαρτύρονται όταν προτείνει να αλλάξει το όνομα του κόμματος, ή τα βάζει με το 35ωρο, ζητούν όμως τη συνδρομή του στις προεκλογικές τους εκστρατείες λόγω της υψηλής δημοτικότητάς του.
Οι θέσεις του Βαλς είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις κρίσεις που διέρχεται εδώ και δεκαετίες ο γαλλικός και ευρωπαϊκός σοσιαλισμός: κρίση ταυτότητας (τι σημαίνει σοσιαλισμός στον 21ο αιώνα;), κρίση προγράμματος (ποια δημόσια πολιτική πρέπει να εφαρμοστεί;), κρίση κοινωνιολογικών βάσεων (σε ποιες βάσεις πρέπει πλέον να στηριχθεί;), κρίση οργανωτικού μοντέλου (τι είδους κόμμα;), κρίση στρατηγικής (με ποιον να συμμαχήσει;), κρίση ηγεσίας (σε ποιο βαθμό πρέπει να γίνεται αποδεκτό ένα προσωποπαγές κόμμα;)
Όλες αυτές οι κρίσεις, γράφει στη Figaro ο Γάλλος κοινωνιολόγος Μαρκ Λαζάρ, έχουν προκληθεί από τη δυναμική του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, από τους μετασχηματισμούς των κοινωνιών που έχουν αποσταθεροποιηθεί βαθιά και από τις μεταλλάξεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στην Ευρώπη, η Αριστερά απαντά σε όλα αυτά με τρεις τρόπους: με την υπεράσπιση της οικονομικής της πολιτικής και των κοινωνικών της κεκτημένων, με μια προσπάθεια επανίδρυσης της σοσιαλδημοκρατίας και με τη διερεύνηση άλλων οριζόντων πέρα από τα κλασικά όρια της Δεξιάς και της Αριστεράς.