Ο προβληματισμός και οι επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα των πιθανών μέτρων της Δύσης κατά της Ρωσίας αποτελούν το βασικό στοιχείο δημοσιευμάτων και αναλύσεων σε αμερικανικά ΜΜΕ για τις εξελίξεις στην Ουκρανία.
Η Ευρώπη «εμφανίζεται διαιρεμένη» υποστηρίζει η Ουάσιγκτον Ποστ, ενώ η Νιου Γιορκ Τάιμς τονίζει ότι οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι «οφείλουν να προετοιμάσουν» σχέδια εκτάκτου ανάγκης για μια ενδεχόμενη κλιμάκωση της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία ή έναντι μιας μονομερούς προσάρτησης της Κριμαίας. «Ο Λευκός Οίκος πρέπει να σφυρηλατήσει μια ισχυρή και ενωμένη διεθνή απάντηση στην αρπαγή της Ουκρανίας από τον Πούτιν» αναφέρει η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ.
Αμερικανοί αναλυτές διατυπώνουν επιφυλάξεις για τις προοπτικές των οικονομικών μέτρων που συζητούνται για να λάβουν οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους εναντίον της Μόσχας, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι «πιθανές κυρώσεις» δεν θα προκαλέσουν ζημιά μόνο στη Ρωσία, αλλά και στις αγορές και σε επιχειρήσεις δυτικών χωρών.
Η Νιου Γιορκ Τάιμς, με κύριο άρθρο της, επικροτεί την πολιτική που ακολουθεί μέχρι στιγμής ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα για την ουκρανική κρίση σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να ξεπεράσουν την επιφυλακτικότητά τους ως προς το ζήτημα της επιβολής οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία, σχηματίζοντας ένα κοινό μέτωπο με τις ΗΠΑ. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, την ίδια στιγμή, θα πρέπει να διαβεβαιώσουν τον πρόεδρο Πούτιν ότι η Δύση εκτιμά τους ιστορικούς δεσμούς της Ρωσίας με την Ουκρανία και δεν είναι προς το συμφέρον τους να στρέψουν το Κίεβο κατά της Μόσχας.
Επίσης, στο κύριο άρθρο τονίζεται ότι ο Ρώσος πρόεδρος θα πρέπει να συμφωνήσει ότι η βέλτιστη κατάληξη της κρίσης θα ήταν η εκλογή ενός «ισορροπημένου Κοινοβουλίου» και ενός διεθνώς αποδεκτού προέδρου στην Ουκρανία, ο οποίος με τη σειρά του θα διαβεβαίωνε τους Ρώσους ότι δεν θα διακοπούν οι δεσμοί τους με την Ουκρανία, της Κριμαίας συμπεριλαμβανομένης.
Σε άλλο δημοσίευμα στην ίδια αμερικανική εφημερίδα για τις εξελίξεις στην Ουκρανία υπογραμμίζεται η «δύσκολη προοπτική» μιας διεθνούς διευθέτησης της κρίσης στην Ουκρανία με τη συμμετοχή του προέδρου Ομπάμα και των Ευρωπαίων συμμάχων του, μετά τις δηλώσεις του Ρώσου προέδρου ότι δεν σχεδιάζει, τουλάχιστον προς το παρόν, να καταλάβει την ανατολική Ουκρανία.
Όπως σημειώνεται, η συγκεκριμένη διαβεβαίωση εκ μέρους του Ρώσου ηγέτη συνιστά «ριψοκίνδυνο αίνιγμα» για τον Μπαράκ Ομπάμα και τους Ευρωπαίους συμμάχους του, καθώς αφήνει ανοικτό το θέμα του παγώματος κατάληψης της Κριμαίας.
Σύμφωνα με τον Άντερς Άσλαντ, οικονομολόγο και ειδικό σε θέματα ρωσοουκρανικών σχέσεων στο Ινστιτούτο Πίτερσον της Ουάσιγκτον, η Ρωσία μπορεί να εξαναγκαστεί να αποχωρήσει από την Κριμαία μέσω του συνδυασμού οικονομικών κυρώσεων και της άσκησης «αμεσότερης σκληρής διπλωματίας».
Από την πλευρά τους, οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, όπως υποστηρίζεται, διαβλέπουν τρεις πιθανότητες όσον αφορά την κρίση στην Ουκρανία: καταρχήν, μια κλιμάκωση του ρωσικού επεκτατισμού στην ανατολική Ουκρανία, ενδεχόμενο που απεύχονται. Δεύτερον, μια απόφαση της ρωσικής κυβέρνησης να παραμείνει στην Κριμαία, μέσω της προσάρτησης της περιοχής ή της de facto διακυβέρνησής της. Και τρίτον, να συμφωνήσει η Ρωσία στην αποστολή διεθνών επιθεωρητών που θα αντικαταστήσουν τα ρωσικά στρατεύματα στην Κριμαία για την αποτροπή επιθέσεων στους ρωσόφωνους της περιοχής, αποδεχόμενη παράλληλα τη νέα ουκρανική κυβέρνηση που θα αναδειχτεί στις εκλογές του Μαΐου.
Εξάλλου, η Ουάσιγκτον Ποστ, σε ανταπόκριση από το Βερολίνο, αναφέρει ότι η Ευρώπη «εμφανίσθηκε διαιρεμένη» κατά την χθεσινή έκτακτη συνεδρίαση των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες έναντι της ρωσικής επέμβασης στην Κριμαία, παρά τις διαβεβαιώσεις που κατεγράφησαν στο κοινό ανακοινωθέν μετά τη λήξη της συνεδρίασης, για «ισχυρή αλληλεγγύη» προς την Ουκρανία και για στήριξη προς την κατεύθυνση εξεύρεσης ειρηνικής λύσης.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «τα κράτη της δυτικής Ευρώπης εμφανίζονται λιγότερο πρόθυμα από τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης στη υιοθέτηση μιας σκληρής στάσης έναντι της Ρωσίας, καθώς από την πλευρά των Δυτικών φαίνεται να υπερτερούν τα οικονομικά συμφέροντα, ενώ από την πλευρά των Ανατολικών οι μνήμες της Σοβιετικής Ένωσης και των επεμβάσεων στα κράτη-δορυφόρους της».
Όπως σημειώνεται, στο ίδιο μήκος κύματος με τις ΗΠΑ βρίσκεται η Πολωνία, η οποία προτείνει την υιοθέτηση μιας πιο επιθετικής στάσης έναντι του προέδρου Πούτιν — ζητώντας να εξεταστεί η επιβολή οικονομικών ή άλλων κυρώσεων. Ωστόσο, τονίζεται χαρακτηριστικά, άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία, με ευρείες οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, δεν θα ήταν το ίδιο πρόθυμες με τις ΗΠΑ να προχωρήσουν στην επιβολή σημαντικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Επισημαίνεται ότι η Ρωσία είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας, εκτός της ΕΕ, και ο μεγαλύτερος προμηθευτής της σε ενέργεια, ενώ αντίστοιχα ευρείες είναι οι διασυνδέσεις γαλλικών επιχειρήσεων στη Ρωσία, κυρίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Επίσης, το Λονδίνο αποτελεί «πόλο έλξης» των Ρώσων ολιγαρχών και του ρωσικού χρήματος.