Ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Ζαΐχ Μπολσονάρου, είναι θετικός στον κορονοϊό, όμως φαίνεται πως δεν είχε πάρει στα σοβαρά τον ιό τον οποίο είχε αποκαλέσει «γριπούλα».
Ακολουθούν ορισμένες -που παρουσιάζει το ΑΠΕ – ΜΠΕ- τις δηλώσεις του ακροδεξιού προέδρου για την πανδημία την οποία δεν σταμάτησε να υποτιμά από την έναρξή της, αντιστεκόμενος σε μέτρα για τον περιορισμό της νόσου, ενώ η εξάπλωσή της έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 65.000 ανθρώπους στη χώρα του.
9 Μαρτίου, σε Βραζιλιάνους στο Μαϊάμι:«Το θέμα του κορονοϊού, κατά τη γνώμη μου, έχει μεγαλοποιηθεί, η καταστροφική δύναμη αυτού του ιού».
24 Μαρτίου, σε τηλεοπτικό του διάγγελμα: «Δεδομένου του αθλητικού παρελθόντος μου, εάν είχα μολυνθεί από τον ιό, δεν θα ανησυχούσα. Δεν θα ένιωθα τίποτα. Στη χειρότερη, θα ήταν σαν μια γριπούλα».
26 Μαρτίου, σε δημοσιογράφους: «Δεν θα φτάσει η κατάσταση τόσο άσχημα (σε σύγκριση με τις ΗΠΑ). Οι Βραζιλιάνοι πρέπει να μελετηθούν, δεν κολλάνε τίποτα. Βλέπετε έναν άντρα να πηδάει σε ένα υπόνομο και δεν παθαίνει τίποτα».
29 Μαρτίου, σε περιοδεία του σε δρόμους έξω από την Μπραζίλια, χωρίς να φορά μάσκα: «Αυτή είναι η πραγματικότητα: Ο ιός είναι εκεί. Πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε, αλλά να τον αντιμετωπίσουμε σαν άντρες, να πάρει η οργή, όχι σαν παιδιά. Θα αντιμετωπίσουμε τον ιό με την πραγματικότητα. Έτσι είναι η ζωή. Όλοι θα πεθαίνουμε μια μέρα».
12 Απριλίου, απευθυνόμενος σε θρησκευτικούς ηγέτες μέσω τηλεδιάσκεψης: «Φαίνεται ότι το θέμα του ιού αρχίζει να εξαφανίζεται».
20 Απριλίου, σε ερώτηση δημοσιογράφου για τον απολογισμό θυμάτων του κορονοϊού: «Κοίτα, φίλε, δεν είμαι νεκροθάφτης».
28 Απριλίου, σε ερώτηση δημοσιογράφου για τον αυξανόμενο αριθμό θανάτων: «Ε και; Λυπάμαι, αλλά τι θέλετε να κάνω;»
Χθες, 6 Ιουλίου μετά το τεστ που υποβλήθηκε μετά από «συμπτώματα» μόλυνσης από κορονοϊό: «Επέστρεψα από το νοσοκομείο. Υποβλήθηκα σε εξέταση στον πνεύμονα. Ο πνεύμονας είναι καθαρός».
Σήμερα, μετά τη διάγνωσή του με κορονοϊό: «Ως πρόεδρος, βρίσκομαι πάντα στην πρώτη γραμμή. Η ζωή συνεχίζεται, πρέπει να προσέχουμε με τους ηλικιωμένους, όχι όμως να πανικοβαλλόμαστε».