Μια φινλανδική εταιρεία, η Ekokem AB, και μια γαλλική, η Veolia, κέρδισαν στον διαγωνισμό που είχε κηρύξει ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ) για την καταστροφή ενός μέρους του χημικού οπλοστασίου της Συρίας, όπως ανακοίνωσε ο οργανισμός αυτός σήμερα.
Ο ΟΑΧΟ, ο οποίος εδρεύει στη Χάγη, επιβλέπει την διαδικασία καταστροφής. Είχε κηρύξει διαγωνισμό ώστε ιδιωτικές εταιρείες να αναλάβουν την επεξεργασία περίπου 500 τόνων βιομηχανικών χημικών και εκατομμυρίων λίτρων τοξικών αποβλήτων, στο πλαίσιο του διεθνούς σχεδίου για την καταστροφή του συριακού χημικού οπλοστασίου, που έχει ήδη καθυστερήσει επανειλημμένα.
Ο ΟΑΧΟ «ανέθεσε τις συμβάσεις σε δύο εταιρείες μετά την πρόσκληση υποβολής προσφορών για την μεταφορά, την επεξεργασία και την καταστροφή των συριακών χημικών ουσιών, επικίνδυνων και μη».
Οι δύο εταιρείες αυτές θα αναλάβουν την καταστροφή χημικών της «κατηγορίας δύο». Η φινλανδική εταιρεία αναλαμβάνει επίσης την καταστροφή χημικών υπολειμμάτων, δηλαδή των απορριμμάτων που προκύπτουν από την διαδικασία εξουδετέρωσης των χημικών παραγόντων, η οποία θα λάβει χώρα εν πλω, στο αμερικανικό σκάφος Cape Ray.
Η Γερμανία έχει ήδη συμφωνήσει να καταστρέψει 370 τόνους υπολειμμάτων από την καταστροφή χημικών παραγόντων αερίου μουστάρδας. Η Βρετανία έχει επίσης δεχθεί να καταστρέψει ένα μέρος των χημικών κατηγορίας 2, συγκεκριμένα 150 τόνους.
Οι Ekokem και Veolia επελέγησαν ανάμεσα στις 14 επιχειρήσεις οι οποίες υπέβαλαν προσφορές, υπενθύμισε ο ΟΑΧΟ. Ο οργανισμός εκτιμά ότι το κόστος της καταστροφής αυτών των ουσιών θα ανέλθει σε ένα ποσό από 25 ως 30 εκατομμύρια ευρώ. «Θα πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα στην διαδικασία ολικής καταστροφής του συριακού οπλοστασίου», επισήμανε ο ΟΑΧΟ σε ανακοίνωσή του.
Η μεταφορά των χημικών παραγόντων από τη Συρία σε σκάφη στο εξωτερικό έχει αρχίσει ήδη, αλλά έχει σημαδευτεί από επανειλημμένες καθυστερήσεις, λόγω των μαχών οι οποίες συνεχίζουν να μαίνονται στη χώρα από το 2011.
Η Δαμασκός έχει δηλώσει ότι κατείχε 1.290 τόνους χημικών όπλων και χημικών συστατικών. Η καταστροφή των όπλων αυτών προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί, βάσει μιας απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, περί τα μέσα του 2014.