Πιο εύκολα θα λαμβάνουν αποζημιώσεις οι επιβάτες που ταξιδεύουν αεροπορικώς στις περιπτώσεις που οι πτήσεις τους καθυστερούν, όπως προβλέπει ένα νομοθέτημα που ενέκρινε το Ευρωκοινοβούλιο.
Με ψήφους 580 υπέρ, 41 κατά και 48 αποχές, η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου ενέκρινε σε πρώτη ανάγνωση το νομοθέτημα για τα δικαιώματα των επιβατών που ταξιδεύουν αεροπορικώς.
Καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συναποφασίζει στο θέμα αυτό με το Συμβούλιο Υπουργών (Μεταφορών) της ΕΕ, το τελευταίο μπορεί είτε να αποδεχθεί τη θέση του Κοινοβουλίου είτε να υιοθετήσει τη δική του θέση, την οποία θα πρέπει στη συνέχεια να διαπραγματευθεί με το Κοινοβούλιο.
Το νομοθέτημα προβλέπει ότι οι επιβάτες που ταξιδεύουν αεροπορικώς θα λαμβάνουν πιο εύκολα αποζημίωση στην περίπτωση καθυστέρησης της πτήσης και καθήλωσής τους στο αεροδρόμιο ενώ, οι αεροπορικές εταιρείες θα υπόκεινται σε σαφείς κανόνες σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των καταγγελιών των επιβατών.
«Τα δικαιώματα των επιβατών που ταξιδεύουν αεροπορικώς αφορούν κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιστορία παραπέμπει στον Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, καθώς μόνο το 2% των επιβατών λαμβάνει στην πράξη αποζημίωση αφότου υποβάλει καταγγελία εναντίον μιας αεροπορικής εταιρείας. Πιστεύω ότι το κείμενο που εγκρίναμε σήμερα επιτυγχάνει μια εύλογη ισορροπία μεταξύ των αεροπορικών εταιρειών και των δικαιωμάτων των επιβατών. Βελτιώσαμε την προστασία των καταναλωτών, αφενός, και αναγνωρίσαμε την ευελιξία που απαιτεί ο κλάδος αυτός, αφετέρου», δήλωσε ο εισηγητής, Λουξεμβούργιος ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Τζορτζ Μπας .
Σύμφωνα με τους αναθεωρημένους κανόνες που ενέκρινε το Ευρωκοινοβούλιο —αλλά θα πρέπει να συμφωνήσει με την εφαρμογή τους και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο— οι αερομεταφορείς θα πρέπει να υποδεικνύουν με σαφήνεια έναν υπεύθυνο, σε κάθε αερολιμένα, που θα πληροφορεί και θα βοηθά τους επιβάτες σχετικά με τα δικαιώματά τους και τις διαδικασίες υποβολής καταγγελιών, παροχής βοήθειας, αποζημίωσης και μεταφοράς σε άλλες πτήσεις. Οι επιβάτες θα μπορούν επίσης να υποβάλλουν καταγγελίες, π.χ. για ζημία ή απώλεια αποσκευών.
Σε περίπτωση καθυστέρησης μιας πτήσης, ο επιβάτης θα πρέπει να ενημερώνεται για την κατάσταση αλλά και τη δυνατότητα μεταφοράς με άλλη πτήση, αμέσως μόλις οι εν λόγω πληροφορίες καταστούν διαθέσιμες, και σε κάθε περίπτωση πριν από την παρέλευση 30 λεπτών από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης.
Το νομοσχέδιο αυτό στοχεύει να διασφαλίσει ότι δεν θα παρεμποδίζεται η πρόσβαση στο σκάφος σε επιβάτες που
διαθέτουν εισιτήριο μετ’ επιστροφής, αλλά δεν έχουν χρησιμοποιήσει το εισιτήριο στο πρώτο σκέλος της μετάβασης.
Διευκρινίζεται ακόμη ότι οι πληροφορίες σχετικά με τα επιτρεπόμενα όρια των αποσκευών πρέπει να αναφέρονται σαφώς από την αρχή της διαδικασίας κράτησης θέσης.
Ο κάθε επιβάτης θα μπορεί να έχει μαζί του στο αεροπλάνο, χωρίς χρέωση, ένα πανωφόρι, μια τσάντα και μια σακούλα με ψώνια από το αεροδρόμιο, πέρα από τη χειραποσκευή που δικαιούται.
Σημαντικό θεωρείται ότι σύμφωνα με τους νέους κανόνες, σε περίπτωση που ο αερομεταφορέας δεν παρέχει εντός διμήνου απάντηση σε κάποιον που υποβάλλει καταγγελία, θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τις αξιώσεις του επιβάτη.
Όταν η αεροπορική εταιρία επικαλείται την ύπαρξη έκτακτων περιστάσεων, θα πρέπει να ενημερώνει στη —γραπτή— επεξήγησή της προς τον επιβάτη για τις συγκεκριμένες περιστάσεις που προκάλεσαν την ακύρωση ή την καθυστέρηση. Στον εξαντλητικό κατάλογο περιστάσεων που θεωρούνται ως έκτακτες συγκαταλέγονται η βλάβη του σκάφους λόγω πρόσκρουσης πτηνών, οι πολιτικές αναταραχές και οι απρόβλεπτες εργατικές διαφορές.
Σε περίπτωση έκτακτων περιστάσεων που διαρκούν πολύ καιρό (όπως π.χ. το σύννεφο τέφρας από το ισλανδικό ηφαίστειο το 2010), η συνολική διάρκεια του καταλύματος που θα πρέπει να πληρώνει ο εκάστοτε αερομεταφορέας περιορίζεται το πολύ σε 5 διανυκτερεύσεις.
Παράλληλα και προκειμένου να μην μένουν καθηλωμένοι στα αεροδρόμια οι επιβάτες σε περίπτωση πτώχευσης μιας αεροπορικής εταιρίας, οι αερομεταφορείς θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι έχουν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, όπως η ασφάλιση ή η δημιουργία ενός ταμείου εγγυήσεων, ώστε να εξασφαλίζουν, κατά περίπτωση, στους επιβάτες την παροχή φροντίδας, την επιστροφή χρημάτων ή τη μεταφορά τους με άλλη πτήση.