Οι βιομήχανοι όπλων στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη κυριάρχησαν στις παγκόσμιες πωλήσεις όπλων κατά το 2012, οι οποίες υπολογίζονται συνολικά σε 395 δισεκατομμύρια δολάρια, ανακοίνωσε σήμερα το σουηδικό Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), το οποίο επισημαίνει ωστόσο πως οι πωλήσεις από εταιρείες όπλων των ΗΠΑ, του Καναδά και των περισσοτέρων δυτικοευρωπαϊκών χωρών μειώθηκαν κατά το 2012, ενώ αντίθετα οι αντίστοιχες πωλήσεις από ρωσικές εταιρείες αυξήθηκαν κατά 28%.
Η αύξηση των πωλήσεων των ρωσικών εταιρειών αντανακλά κυρίως τις μεγάλες και συνεχιζόμενες πωλήσεις εντός της Ρωσίας, στο πλαίσιο του ύψους 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων Σχεδίου Κρατικών Εξοπλισμών 2011-2010, σύμφωνα με το SIPRI.
«Η ρωσική βιομηχανία όπλων σταδιακά αναδύεται από τα ερείπια της σοβιετικής βιομηχανίας», δήλωσε ο Σαμ Πέρλο-Φρίμαν, διευθυντής του Προγράμματος Στρατιωτικών Δαπανών και Παραγωγής Όπλων του SIPRI.
«Εντούτοις η βιομηχανία εξακολουθεί να κατατρύχεται από τον ξεπερασμένο εξοπλισμό, την ανεπαρκή οργάνωση και την εκτεταμένη διαφθορά, που θα συνεχίσουν να περιορίζουν την ικανότητα της Ρωσίας να ανταγωνισθεί τεχνολογικά με τη Δύση», πρόσθεσε.
Σύμφωνα πάντα με το SIPRI, από τους 100 κορυφαίους κατασκευαστές όπλων, 42 έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ, ένας στον Καναδά και 30 στη Δυτική Ευρώπη και είναι αυτοί που πραγματοποιούν σχεδόν το 90% των παγκόσμιων πωλήσεων όπλων. Έξι ρωσικές εταιρείες περιλαμβάνονται επίσης μεταξύ των 100 κορυφαίων κατασκευαστών όπλων. Η Almaz Antei βρίσκεται στη 14η θέση.
Στον εν λόγω κατάλογο των 100 κορυφαίων κατασκευαστών όπλων περιλαμβάνονται εταιρείες από 23 χώρες και το 2012 προστέθηκαν σ’ αυτόν εταιρείες στην Ουκρανία και την Πολωνία.
Ωστόσο στον κατάλογο δεν περιλαμβάνονται κινεζικές εταιρείες λόγω έλλειψης στοιχείων. Το SIPRI αναφέρει πως υπάρχουν πιθανόν εννέα εταιρείες στην Κίνα που θα μπορούσαν να περιληφθούν στους 100 μεγαλύτερους πωλητές όπλων.
Το σουηδικό ινστιτούτο αναφέρει επίσης στη σημερινή έκθεσή του πως οι πωλήσεις από αμερικανούς κατασκευαστές όπλων αντιστοιχούν στο 58% των συνολικών πωλήσεων των εν λόγω 100 εταιρειών, ενώ η Δυτική Ευρώπη καλύπτει το 28% του συνόλου.
Σε πραγματικούς όρους, οι δαπάνες για όπλα μειώθηκαν κατά 4,2% σε σχέση με το 2011, αλλά παραμένουν 29% υψηλότερες απ’ ό,τι το 2003, αναφέρεται στην έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα κατά την έναρξη μιας διεθνούς διάσκεψης για την ασφάλεια στο Μόναχο.
Οι 10 μεγαλύτεροι κατασκευαστές όπλων πραγματοποίησαν τις μισές από τις συνολικές παγκόσμιες πωλήσεις κατά το 2012, την τελευταία χρονιά που καλύπτεται από τα στοιχεία του SIPRI. Η αμερικανική Lockheed Martin διατήρησε την κορυφαία θέση.
Οι περικοπές δαπανών σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες οδήγησαν σε πτώση στις πωλήσεις αρκετών εταιρειών στην περιοχή, περιλαμβανομένης της γερμανικής Thyssen Krupp και της ισπανικής Navantia.
Το SIPRI δημιουργήθηκε το 1966 από το κοινοβούλιο της Σουηδίας και παρακολουθεί τις στρατιωτικές δαπάνες και τις συγκρούσεις.