«Ο αδελφός μου, όταν ξέσπασε η κρίση στην Αργεντινή, έλεγε χαρακτηριστικά: «Αναγκάζομαι να φύγω τώρα και θα φύγω. Ο πραγματικός πόλεμος είναι εδώ και δεν το έχουμε καταλάβει. Γιατί, αν μία από τις κόρες μου αποφασίσει να γίνει πόρνη, θα το καταλάβω, τιμή και καμάρι της. Αλλά δεν θέλω το κοινωνικό σύστημα να την αναγκάσει να γίνει πόρνη. Δεν το δέχομαι αυτό !»».
Με αυτά τα λόγια περιγράφει στο news.gr την έκρηξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα της Λατινικής Αμερικής, το 2001, ο Αργεντίνος, Λουίς Λέμες, ο οποίος ζει και εργάζεται τα τελευταία 13 χρόνια στην Ελλάδα. Τα τελευταία 6 από αυτά σε μπαρ της Μαβίλη.
Μαθημένος να ζει άνετα, προερχόμενος από μία εύπορη οικογένεια της Αργεντινής, ο Λούις είδε ξαφνικά την οικονομία της χώρας του να καταρρέει και τον κόσμο να βγαίνει στους δρόμους. Μια κρίση που έπληξε σε μεγάλο βαθμό και την οικογένειά του, όπως παραδέχεται.
«Ξέραμε ότι θα έσκαγε η φούσκα»
«Ξέραμε ότι κάποια στιγμή η φούσκα θα έσκαγε. Ότι όλο το σύστημα, οικονομικό και πολιτικό, θα κατέρρεε», περιγράφει.
«Στη δεκαετία του ’90 ζήσαμε στην Αργεντινή μία ευμάρεια παρόμοια με αυτή, που έζησε η Ελλάδα από τις αρχές του 2000 έως το 2006. Είχες την άνεσή σου, τα χρήματά σου, τις διακοπές σου, το εξοχικό σου…Τα πάντα. Ό,τι μπορεί να επιθυμήσει ένας άνθρωπος της μεσαίας τάξης».
Κάπου εκεί, λανθασμένοι χειρισμοί της κυβέρνησης Ντε λα Ρούα – έφυγε μαζί με άλλα μέλη του επιτελείου του με ελικόπτερο για να γλιτώσει την οργή του πλήθους -, οδήγησαν τη χώρα σε κοινωνικό και οικονομικό έμφραγμα. Και, μέσα σε όλα αυτά, η είσοδος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
«Είχαμε μία πολύ αδύναμη οικονομία και το ΔΝΤ, που προσπάθησε να ισοσταθμίσει την αξία του νομίσματός μας με αυτή του δολαρίου. Ένα δολάριο ένα πέσο. Σε μια χώρα που μετρούσε τις αμαρτίες των κυβερνήσεων Αλ Φονσίν και Κάρλος Μένεμ, μετά τη δικτατορία του 1983».
«Τα χρήματα από την πώληση οικοπέδων έφταναν με το ζόρι για την αγορά μιας τηλεόρασης»
«Χαρακτηριστικό είναι αυτό, που έγινε με τη μεγάλη οικονομική κρίση στην Αργεντινή. Η μάνα μου ήθελε τότε να πουλήσει μερικά κτήματα. Ο πατέρας μου την προέτρεψε να τα πουλήσει σε δολάριο. Εκείνη, ανένδοτη. Ήθελε να τα πουλήσει σε πέσο, όπως και έκανε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μετά από τρεις μήνες, τα χρήματα που πήρε από τα κτήματα να φτάνουν με το ζόρι για να αγοράσει μία τηλεόραση !
«Οι εικόνες, που εγώ έχω όταν ξέσπασε η κρίση, ήταν τραγικές. Παιδιά έμπαιναν σε σούπερ μάρκετ μαζί με τους γονείς για να τα λεηλατήσουν όλα. Πλήθος ανθρώπων περπατούσαν προς το Προεδρικό Μέγαρο για να βρουν τους πολιτικούς και να τους λιντσάρουν. Άνθρωποι αυτοκτονούσαν, επειδή λεηλάτησαν τα μαγαζιά τους. Μια χώρα, στην οποία παραλίγο να γίνει εμφύλιος. Ήταν όλοι εναντίον όλων», συμπληρώνει ο Λούις.
Στην Ελλάδα, ο ίδιος ήρθε όταν ξέσπασε η κρίση. Φοιτητής τότε στη Βραζιλία, κέρδισε υποτροφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η οποία του έδινε το δικαίωμα να σπουδάσει στη Θεολογική σχολή. Παρόλ’ αυτά, έζησε από πολύ κοντά τα γεγονότα της χώρας του, καθώς ο αδελφός του είχε ένα σοβαρό ατύχημα και χρειάστηκε να βρεθεί κοντά του. Έτσι, έζησε πολύ έντονα και θυμάται όλες εκείνες τις στιγμές.
«Έμπαινες στο σούπερ μάρκετ και οι υπάλληλοι έπαιρναν τα πράγματα από το καλάθι και άλλαζαν τιμές»
«Το 2000, πήγαινες σε σούπερ μάρκετ, έπαιρνες το καλάθι και, αφού έβαζες τα προϊόντα μέσα, έρχονταν οι υπάλληλοι, τα έπαιρναν και έβαζαν καινούργια τιμή εκείνη τη στιγμή. Μπροστά σου !»
Παρόλ’ αυτά ο κόσμος δεν επαναστάτησε αμέσως. Όλα ξεκίνησαν, όταν το ΔΝΤ ανέστειλε τη χορήγηση της δόσης του δανείου και διεκόπη η δανειοδότηση στην Αργεντινή. Οι άνθρωποι έτρεχαν να πάρουν τα λεφτά τους σε δολάρια. Σχηματίζονταν ουρές ανθρώπων, οι οποίοι έσπευδαν να σηκώσουν τις καταθέσεις από τις τράπεζες. Η κυβέρνηση πέρασε νόμο, που επέτρεπε αναλήψεις έως 1.000 πέσος το μήνα. Η μεσαία τάξη έβλεπε από τη μία στιγμή στην άλλη να χάνει όλα όσα είχε συνηθίσει να είναι δικά της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και, κυρίως, το κράτος να βάζει χέρι στις καταθέσεις. Έτσι, ο κόσμος βγήκε στους δρόμους.
«Στην Ελλάδα, δεν έχει γίνει κάτι ανάλογο, καθώς ανήκει σε ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα μιας ολόκληρης Ηπείρου. Η Αργεντινή ήταν μόνη της», συμπληρώνει.
Θυμάται ότι, για να βγάλει κάποιος διαβατήριο και να μεταναστεύσει, έπρεπε να περιμένει από τρεις έως έξι μήνες. Το κύμα μεταναστών ήταν τεράστιο και όλοι ήθελαν να φύγουν για Ισπανία και Ιταλία.
«Έβλεπα μπροστά μου κοριτσάκια να εκπορνεύονται για δύο πέσος και μία φρατζόλα ψωμί»
«Έβλεπα, μπροστά στα μάτια μου, κοριτσάκια να εκπορνεύονται για δύο πέσος και μία φρατζόλα ψωμί. Πήγαιναν με άνδρες για να μπορούν να πάνε στο φούρνο και να αγοράσουν ψωμί !», λέει με ύφος ακόμα και σήμερα έκπληκτο.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι είχα να δω τον αδελφό μου αρκετούς μήνες. Όταν τον ξαναείδα ήταν σαν να είχε γεράσει 40 χρόνια από την πίεση. Πίεση από όλες τις πλευρές για να μη λείπει τίποτα στην οικογένειά του». Για να μη δει τις ίδιες του τις κόρες να καταλήγουν στο πεζοδρόμιο…
Ο πιο άτυχος μπάρμαν του κόσμου….
Μιλώντας για τη φυγή του από την Αργεντινή της κρίσης και τον ερχομό του στην Ελλάδα της κρίσης, λέει χαρακτηριστικά: “Θυμάσαι το σεισμό στην Αϊτή ; Μια οικογένεια έχασε τα πάντα, αλλά δεν πέθανε κανείς. Πήγαν μετανάστες στη Χιλή και έγινε μετά από τρεις μήνες εκεί ένας σεισμός. Ο Πανούτσος λέει ότι είμαι ο πιο άτυχος μπάρμαν του κόσμου», λέει χαριτολογώντας.
Μιλώντας για τις συνθήκες, που επικρατούν σήμερα στη χώρα του, λέει : «Η κατάσταση τώρα είναι λίγο περίπλοκη. Είχαμε επεισόδια πρόσφατα. Η αλλαγή, που κατά κάποιο τρόπο και μετά την κρίση προσπάθησε να φέρει ο Νέστωρ Κίσνερ, φάνηκε να φρενάρει με το θάνατό του. Ανέλαβε η γυναίκα του, η οποία έχει ένα επιτελείο χωρίς ξεκάθαρο προσανατολισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι συγκεντρώνουν πολλές άσχημες κριτικές σαν κυβέρνηση. Έτσι, ενώ η χώρα μπήκε σε ρυθμό ανάπτυξης και ο Κίσνερ είπε: «Ας σφίξουμε λίγο τα ζωνάρια, να πληρώνουμε το χρέος μας», τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Όπως λέει άλλωστε, «Το ΔΝΤ δεν το πετάς, το πληρώνεις για να φύγει. Δεν θα φύγει από μόνο του, ακόμα και αν το διώξεις».
Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα λεφτά, που δανείστηκε η Αργεντινή, πήγε σε τσέπες κάποιων. «Αν τα έκλεψαν, εμείς δεν μπορούμε να τα επιστρέψουμε. Μεγάλο μέρος των χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για τον προσωπικό πλουτισμό κάποιων».
Μιλώντας για τη ζωή του στην Ελλάδα, την οποία είχε όνειρο από μικρός να γνωρίσει, καθώς διδάχθηκε στο σχολείο την αρχαία ελληνική γραμματεία, λέει:
«Η Ελλάδα απέξω γοητεύει κι από μέσα απογοητεύει. Την έβλεπα ως μια ονειρεμένη χώρα. Προσωπικά με αντιμετώπισαν με τον καλύτερο τρόπο. Το μόνο παράπονο, που έχω, είναι για το τι σημαίνει η Ελλάδα για τους ανθρώπους της. Ο Μπόρχες, σε συνέντευξή του, είχε πει: ‘Είμαστε εξόριστοι Έλληνες’, για να δείξει πόσο λάτρευε την Ελλάδα. Η κουλτούρα και η παιδεία, καθώς και πολλά πράγματα, που έχουν να κάνουν με την καθημερινή μας ζωή στη χώρα μου, γεννήθηκαν εδώ. Ήταν το λίκνο του πολιτισμού».
«Στη πορεία, γράφοντας ένα άρθρο για ένα Πανεπιστήμιο στην Αργεντινή, και μιλώντας για την εμπειρία μου ως φοιτητής, έγραψα στο τέλος: ‘Η Ελλάδα, που έδωσε φως στον κόσμο, τώρα ζει στα σκοτάδια’. Μία έκφραση που καθρεφτίζει την πραγματικότητα. Είτε μας αρέσει είτε όχι. Ευθύνες υπάρχουν στο προσωπικό ενδιαφέρον των ανθρώπων, στο πολιτικό σύστημα, στην οικονομία….».
Κάπως έτσι περιγράφει την κατάσταση στην Αργεντινή, αλλά και αυτά που ζει σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης, ο Λούις Λέμες. Ο άνθρωπος, που πέρασε και έζησε και στις τρεις χώρες της κρίσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Αργεντινή, Βραζιλία και τώρα Ελλάδα.
Ο ίδιος όπως λέει ξέρει και απολαμβάνει να ζει.
«Απολαμβάνω το σπίτι μου, τη βόλτα, τη γειτονιά μου. Απολαμβάνω τη μουσική. Τη δουλειά μου. Απολαμβάνω τους φίλους μου. Απολαμβάνω το ρεπό μου. Απολαμβάνω το τανγκό….Χορεύω τανγκό. Απολαμβάνω την ανιψιά μου. Όλα αυτά, αν και ζω σε μια άσχημη πόλη. Παρόλ’ αυτά, όμως, κατοικώ σε μια πάρα πολύ ωραία γειτονιά», λέει ο άνθρωπος, που έζησε στην κάποτε όμορφη Αργεντινή, η οποία – από το 2001 και μετά – σε τίποτα δεν θύμιζε την εύπορη και γεμάτη υποσχέσεις χώρα της Λατινικής Αμερικής, που όλοι γνωρίσαμε στη δεκαετία του ’90.