Με απαρχαιωμένους θεσμούς και απεχθείς πολιτικές, η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρεί με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Οι πολίτες το γνωρίζουν και είναι ένας από τους λόγους που μεγάλο μέρος τους απομακρύνεται από αυτήν. Παρά ταύτα, διακρίνει κανείς μικρά φωτάκια που δείχνουν την έξοδο από την κρίση.
Και ένα από αυτά φωτίζει την πορεία του Φρανσουά Ολάντ, ενός προέδρου που δεν προσποιείται ότι είναι ο Ντε Γκολ, ο Λουδοβίκος 14ος ή ο Φρανσουά Μιτεράν, αλλά ένας ηγέτης σαν εκείνους της Ισπανίας, της Φινλανδίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας, όπως γράφει ο Μπερνάρ Γκετά στη γαλλική εφημερίδα Libération.
Οι ηγέτες αυτοί είναι με το ένα πόδι στο ευρωπαϊκό μοντέλο της κοινωνικής προστασίας και με το άλλο στην προσαρμογή αυτού του μοντέλου στους σύγχρονους συσχετισμούς δυνάμεων. Ο Ολάντ ευθυγραμμίζεται με αυτό το κυρίαρχο ρεύμα. Και είτε κάνει ένα άνοιγμα προς το κέντρο και στηριχθεί σε μια νέα πλειοψηφία είτε όχι, ενσαρκώνει πλέον τη γαλλική εκδοχή αυτών των κυβερνήσεων συνασπισμού που αποτελούν τον κανόνα στην Ευρώπη, και φυσικά στη Γερμανία.
Αυτό διευκολύνει πολύ τις προσεγγίσεις στην Ευρώπη, τους συμβιβασμούς εκείνους δηλαδή εκτός των ορίων των οποίων η Ένωση αποσυντίθεται, γράφει η εφημερίδα. Όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι περισσότεροι οικονομολόγοι, η Γαλλία ήθελε η δημοσιονομική προσαρμογή να συνοδευτεί από μέτρα ανάκαμψης, με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης στις χώρες όπου μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Και αυτό συνέβη, καθώς ο μεγάλος συνασπισμός στη Γερμανία θα γενικεύσει το ελάχιστο μηνιαίο εισόδημα και η Βρετανία θα το αυξήσει. Η εμμονή με τη θεραπεία-σοκ υποχωρεί στην Ευρώπη και η Γαλλία δεσμεύεται να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες και τις κοινωνικές εισφορές που πληρώνουν οι επιχειρήσεις.
Με άλλα λόγια, σημειώνει ο γάλλος αρθρογράφος, την ώρα που οι χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την υπερχρέωσή τους και τη βία της «θεραπείας» τους αρχίζουν να παίρνουν ανάσα, οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με επικεφαλής το Βερολίνο και το Παρίσι, μιλούν την ίδια οικονομική και κοινωνική γλώσσα.
Κι αυτό δεν είναι όλο. Για πολύ καιρό, οι δύο πρώην αποικιακές αυτοκρατορίες, η Γαλλία και η Βρετανία, ήταν οι μόνες ευρωπαϊκές χώρες που ήθελαν να παίζουν ακόμη ένα διεθνή ρόλο και να εμπλέκονται σε μακρινές συγκρούσεις. Μετά την ψηφοφορία στο βρετανικό κοινοβούλιο που έδειξε την αντίθεση της χώρας σε μια στρατιωτική εμπλοκή στη Συρία, η Γαλλία φάνηκε να είναι η μόνη χώρα της Ένωσης με στρατιωτικές φιλοδοξίες. Αλλά κι αυτό αρχίζει να αλλάζει.
Η καγκελάριος Μέρκελ ενημέρωσε πριν από δύο μήνες τον γάλλο πρόεδρο ότι είναι έτοιμη να συμβάλει στη δημιουργία μιας Ευρώπης της άμυνας, άρα στη συγκρότηση μιας ενιαίας διπλωματικής πολιτικής. Αυτό οδήγησε τον Ολάντ να δηλώσει την περασμένη εβδομάδα ότι η Γαλλία και η Γερμανία πρέπει να αναλάβουν κοινές ευθύνες για την ειρήνη και την ασφάλεια στον κόσμο.
Η Γερμανία άφησε να εννοηθεί ότι δεν μπορεί να είναι η πρώτη οικονομική δύναμη της Ευρώπης και να συνεχίσει ταυτόχρονα να απέχει από τις μεγάλες κρίσεις στον πλανήτη. Απέναντι στην αμερικανική απεμπλοκή, η Γερμανία αρχίζει να απομακρύνεται από την ουδετερότητά της και η εξέλιξη αυτή εξηγεί την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναμιχθεί στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία στο πλευρό της Γαλλίας.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση επιταχύνεται, αφού κοινή αμυντική πολιτική σημαίνει ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες, έρευνα, επενδύσεις και τεχνολογικές επιπτώσεις σε όλη την Ένωση. Θα χρειαστεί βέβαια χρόνος. Μόλις πριν από τρεις μήνες, όμως, τόσο η οικονομική εναρμόνιση όσο η κοινή άμυνα θεωρούνταν εντελώς αδύνατα.