Ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε έπειτα από πρωτοβουλία του ΟΗΕ και της Παγκόσμιας Τράπεζας και προάγει την υγεία και την ευημερία κυρίως των πιο φτωχών χωρών, προειδοποίησε ότι η πανδημία Covid-19 προκαλεί σοβαρά προβλήματα στην προσφορά βασικών υπηρεσιών υγείας, κυρίως αυτές που αφορούν τις γυναίκες και τα παιδιά, γεγονός που προκαλεί φόβους για πρόκληση δευτερογενούς υγειονομικής κρίσης.
Οι περιορισμοί στις μετακινήσεις του πληθυσμού, η μειωμένη διαθεσιμότητα εξοπλισμού προστασίας για τους νοσηλευτές, οι οικονομικές απώλειες που επηρεάζουν την ικανότητα των πολιτών να πληρώνουν για ιατρική θεραπεία: για όλους αυτούς τους λόγους «η πανδημία εμποδίζει την παροχή βασικών υπηρεσιών υγείας», εξηγεί το Global Financing Facility (GFF).
Το GFF αναφέρεται κυρίως «στον προγεννητικό έλεγχο, τους τοκετούς με βοήθεια, τον εμβολιασμό παιδιών και την πρόσβαση σε υπηρεσίες οικογενειακού προγραμματισμού, που αποτελούν βασικούς λόγους της πρόσφατης μείωσης της περιγεννητικής και της βρεφικής θνησιμότητας».
Από τις 36 χώρες που στηρίζει το GFF, κυρίως στην Υποσαχάρια Αφρική και την Ασία, «σχεδόν οι μισές έχουν αναφέρει προβλήματα στη λειτουργία υγειονομικών υπηρεσιών τα οποία θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές».
«Η πανδημία Covid-19 μπορεί να προκαλέσει ένα τεράστιο πισωγύρισμα στις παγκόσμιες προσπάθειες να τερματιστούν οι θάνατοι μητέρων και παιδιών και να υπάρξει καθολική υγειονομική κάλυψη ως το 2030, ενδέχεται να ανατρέψει δεκαετίες προόδων», προειδοποίησε ο Μουχαμάντ Αλί Πατ, διευθυντής υγείας, διατροφής και πληθυσμού στην Παγκόσμια Τράπεζα και διευθυντής του GFF.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, το GFF υπενθύμισε την πρόσφατη επιδημία Έμπολα (2014-2016) στη Δυτική Αφρική, «η οποία έδειξε τις σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις που μπορούν να έχουν οι έκτακτες υγειονομικές καταστάσεις στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και στη βασική διατροφή».
Υποθέτοντας ότι η επιδημία του κορονοϊού θα προκαλέσει τα ίδια προβλήματα όπως αυτή του Έμπολα, «σχεδόν 1,2 εκατομμύριο παιδιά και 57.000 μητέρες ενδέχεται να πεθάνουν τους επόμενους έξι μήνες», δηλαδή «αύξηση 45% σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα βρεφικής θνησιμότητας», τονίζει ο οργανισμός, επικαλούμενος τις προβλέψεις του Πανεπιστημίου John Hopkins.