Στα τέλη Φεβρουαρίου η Duffy μέσω μιας ανάρτησης στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram προχώρησε σε μια εξομολόγηση στους διαδικτυακούς της φίλους.
Η τραγουδίστρια με την χαρισματική φωνή αποκάλυψε πως η μακρά απουσία της από τη μουσική σκηνή οφειλόταν στο γεγονός πως την είχαν απαγάγει και την βίαζαν.
Στην ανάρτηση της, η Duffy ανέφερε πως θα έκανε γνωστές λεπτομέρειες στο άμεσο μέλλον.
Μέσα από το site της, η 35χρονη τραγουδίστρια μίλησε για τα όσα της συνέβησαν και η περιγραφή της είναι συγκλονιστική.
Η Duffy, μέσα από το duffywords.com, αναφέρει αρχικά πως «με ενοχλεί που αυτή η ιστορία περιέχει πόνο, όταν πολλοί χρειάζονται ακριβώς το αντίθετο τώρα. Ελπίζω μόνο πως τα λόγια μου θα λειτουργήσουν ως στιγμιαίο αποπροσανατολισμό ή ίσως και σαν παρηγοριά, πως κάποιος μπορεί να βγει από το σκοτάδι».
Ένα απόσπασμα του κειμένου
«Ήταν τα γενέθλιά μου. Με νάρκωσαν σε ένα εστιατόριο, έπειτα ήμουν ναρκωμένη για τέσσερις εβδομάδες και ταξίδεψα σε μια ξένη χώρα. Δεν θυμάμαι να μπαίνω στο αεροπλάνο και ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ενώ βρισκόμουν στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου εν κινήσει.
Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και ο δράστης επέστρεψε και με βίασε. Θυμάμαι τον πόνο και την προσπάθεια να διατηρήσω τις αισθήσεις μου στο δωμάτιο, αφού συνέβη. Ήμουν κλεισμένη μαζί του στον χώρο για μία ακόμη μέρα. Δεν με κοιτούσε, έπρεπε να περπατάω πίσω του, είχα μερική συνείδηση για το τι μου συνέβαινε, αλλά ήμουν αποτραβηγμένη. Θα μπορούσε να με είχε ξεφορτωθεί.
Σκέφτηκα το ενδεχόμενο να το σκάσω για τη γειτονική πόλη, ενώ κοιμόταν, αλλά δεν είχα χρήματα και φοβόμουν ότι θα καλούσε την αστυνομία μετά την απόδρασή μου, και ότι ίσως με εντόπιζαν ως αγνοούμενο άτομο. Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη να αντέξω εκείνες τις ημέρες, αισθανόμουν, όμως, μια παρουσία που με βοήθησε να παραμείνω ζωντανή.
Γύρισα πίσω αεροπορικώς μαζί του. Παρέμενα ήρεμη και όσο φυσιολογική μπορούσα να είμαι υπό αυτές τις συνθήκες. Όταν γύρισα σπίτι, κάθισα, ζαλισμένη, σαν ζόμπι. Ήξερα ότι η ζωή μου κινδύνευε άμεσα, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ήθελε να με σκοτώσει. Με την ελάχιστη δύναμη που μου είχε απομείνει, το ένστικτό μου μού έλεγε να τρέξω, να το σκάσω και να βρω κάπου να ζήσω, που δεν θα μπορούσε να με εντοπίσει.
Ο δράστης με κρατούσε ναρκωμένη σπίτι μου, μέσα σε αυτό το διάστημα των τεσσάρων εβδομάδων. Δεν ξέρω αν με βίασε εκεί, μέσα σε αυτό το διάστημα, θυμάμαι μόνο να συνέρχομαι στο αυτοκίνητο στην ξένη χώρα και την απόδρασή μου, η οποία θα συνέβαινε τις επόμενες ημέρες. Δεν ξέρω γιατί δεν με νάρκωσε στο εξωτερικό. Αυτό με κάνει να πιστεύω ότι μου χορηγούσε ένα σκληρό ναρκωτικό και ότι δεν μπορούσε να το πάρει μαζί του στο αεροπλάνο.
Αφού συνέβη, κάποιος που ήξερα, πέρασε από το σπίτι μου και με είδε στο μπαλκόνι να κοιτάζω το κενό, τυλιγμένη με μια κουβέρτα. Δεν θυμάμαι να γυρίζω σπίτι. Το άτομο αυτό είπε ότι ήμουν κατακρίτρινη και έμοιαζα με νεκρή. Προφανώς φοβήθηκε για εμένα, αλλά δεν ήθελε να ανακατευτεί, δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο.
Δεν ένιωθα ασφαλής να μιλήσω στην αστυνομία. Ένιωθα πως αν κάτι πήγαινε λάθος, θα ήμουν νεκρή, θα με σκότωνε. Δεν μπορούσα να ρισκάρω για μια κακή διαχείτιση ή να είμαι σε όλα τα νέα στη διάρκεια του κινδύνου μου. Έπρεπε να ακολουθήσω το ένστικτο που είχα. Είχα μιλήσει σε δύο αστυνομικίνες για διαφορετικά περιστατικά στην προηγούμενη δεκαετία, είχαν ηχογραφημένα.
Όσο θρηνούσα κι έλεγα “κάτι θα πρέπει να έχω κάνει για να έρθει αυτό στη ζωή μου”, διάβασα κάτι που έλεγε “στο τέλος, δεν είναι μεταξύ εσού κι εκείνων, αλλά είναι πάντα μεταξύ εκείνων και του Θεού”. Αυτό με βοήθησε πολύ, ελλείψει δικαιοσύνης».
Προς το τέλος αναφέρει «η σκέψη του να επανέλθω ήταν σχεδόν αδύνατη», κι έπλεξε το εγκώμιο της ψυχοθεραπεύτριάς της, που την έσωσε ίσως κι από μια αυτοκτονία.