Περισσότεροι Βρετανοί θα χρειαστεί να εργάζονται μέχρι τα 68 τους χρόνια προτού αποκτήσουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με βάση το νέο σχέδιο της κυβέρνησης που ανακοίνωσε κατά την φθινοπωρινή του ομιλία στη Βουλή των Κοινοτήτων ο υπουργός Οικονομικών Τζόρτζ Όσμπορν.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης επρόκειτο να αλλάξει σταδιακά -από τα 65 στα 68- μέχρι το 2046, αλλά αυτή η ημερομηνία θα μετατεθεί για τα μέσα του 2030, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός.
Με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις για το προσδόκιμο ζωής, το όριο συνταξιοδότησης θα αυξηθεί εκ νέου στα 69 έτη μέχρι το τέλος του 2040, ανακοίνωσε η κυβέρνηση.
Η αλλαγή αυτή θα επηρεάσει τους Βρετανούς που είναι κάτω των 50 ετών.
Η κυβέρνηση έχει ήδη ανακοινώσει ότι το όριο της ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυθηθεί στα 66 χρόνια μέχρι το 2020 και στα 67 μέχρι το 2028 και για τα δύο φύλα -από 65 που ισχύει έως σήμερα για τους άνδρες και από 60 για τις γυναίκες- και αυτές οι ημερομηνίες δεν θα αλλάξουν.
Όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση, η αύξηση στο όριο συνταξιοδότησης στα 68 χρόνια θα κάνει περισσότερο βιώσιμο και πιο δίκαιο το συνταξιοδοτικό σύστημα ώστε οι εργαζόμενοι να μπορούν, κατά μέσο όρο, να περνούν μέχρι και το ένα τρίτο της ενήλικης ζωής τους ως συνταξιούχοι.
Η βρετανική κυβέρνηση στο πλαίσιο της αναθεώρησης του συνταξιοδοτικού, που ανακοινώθηκε νωρίτερα μέσα στο χρόνο, εισήγαγε κι ένα σχέδιο υποχρεωτικής εταιρικής συντάξεως, το οποίο θα εφαρμοστεί σταδιακά. Στην πρώτη φάση μεγάλες επιχειρήσεις, με περισσότερους από 120.000 εργαζομένους, υποχρεώνονται να προσφέρουν πρόγραμμα συνταξιοδότησης στους υπαλλήλους τους.
Η διαδικασία εγγραφής στο πρόγραμμα είναι αυτόματη και οι εισφορές γίνονται μέσω κρατήσεων από το μισθό. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι θα βάζουν λίγο λιγότερα χρήματα στην τσέπη κάθε μήνα, αλλά οι κρατήσεις θα δημιουργούν ένα αποθεματικό για επικουρική σύνταξη που θα συμπληρώνει τη συνήθως πενιχρή στη Βρετανία κρατική σύνταξη και οποιοδήποτε άλλο σχήμα ιδιωτικής σύνταξης έχει συνάψει μόνος του ο εργαζόμενος. Η δημιουργία αυτού του ταμείου είναι υποχρεωτική για τους εργοδότες και αυτό είναι που συνιστά τη μεγάλη αλλαγή στο υπάρχον σύστημα.