Ο αριθμός των Καναδών οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να παίρνουν τρόφιμα από τις τράπεζες τροφίμων μειώθηκε ελαφρά, αλλά παραμένει ακόμη σχεδόν σε ιστορικό υψηλό, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το τέλος της ύφεσης της καναδικής οικονομίας, σύμφωνα με στοιχεία της υπηρεσίας των τραπεζών τροφίμων του Καναδά (Food Banks Canada, FBC) που δόθηκαν στην δημοσιότητα σήμερα και μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Canadian Press.

Τα ετήσια δεδομένα δείχνουν ότι πάνω από 833.000 άνθρωποι, το ένα τρίτο εξ αυτών παιδιά, βασίστηκαν στα συσσίτια κατά την διάρκεια ενός μηνός κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε μια δειγματοληπτική έρευνα νωρίτερα φέτος. Ο αριθμός τους ανερχόταν σε 872.379 τον Μάρτιο φέτος.

Πέραν αυτής της «μικρής πτώσης» του αριθμού των ανθρώπων αυτών, «υπάρχει μια ανησυχία τεραστίων διαστάσεων: η χρήση των τραπεζών τροφίμων παραμένει υψηλότερη από ό,τι πριν από την έναρξη της ύφεσης», ανέφερε η έκθεση. «Κατά την διάρκεια μιας συγκυρίας φαινομενικής οικονομικής ανάκαμψης, πάρα πολύ Καναδοί συνεχίζουν ακόμη να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τροφή».

Το γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλές θέσεις απασχόλησης με χαμηλές αμοιβές είναι μια από τις βασικές αιτίες για την εκδήλωση αυτού του φαινομένου, σύμφωνα με την έκθεση. Αυτό με τη σειρά του εξηγείται από τις μαζικές απώλειες θέσεων εργασίας στον τομέα της βιομηχανίας στον Καναδά.

Η ετήσια αυτή μελέτη, η οποία τιτλοφορείται «HungerCount» («Καταγραφή της Πείνας») χαρακτηρίζεται ένας από τους πιο επικαιροποιημένους δείκτες της φτώχειας στον Καναδά. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας του Καναδά, το 8,8% των πολιτών ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2011.

Πάνω από τους μισούς ανθρώπους στον Καναδά οι οποίοι χρειάστηκε να καταφύγουν στις τράπεζες τροφίμων είναι οικογενειάρχες με παιδιά, σύμφωνα με την μελέτη. Το 12% των νοικοκυριών που ζήτησαν επισιτιστική βοήθεια ήταν οικογένειες των οποίων τουλάχιστον το ένα μέλος έχει απασχόληση, ενώ το 5% είχε τουλάχιστον ένα μόλις που μόλις προσελήφθη. Το 11% ανέφερε ότι ανήκει σε εθνικές ομάδες ιθαγενών, όπως οι Ινδιάνοι Μετίς και οι Εσκιμώοι Ινουίτ. Άλλο ένα 11% είναι μετανάστες που έχουν μετοικήσει πρόσφατα στον Καναδά. Και οι δύο ομάδες αυτές «συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωπες με απαράδεκτα υψηλά επίπεδα φτώχειας, και αναγκάζονται κατά συνέπεια να στραφούν στις τράπεζες τροφίμων», σύμφωνα με την έρευνα.

Η εκτελεστική διευθύντρια της οργάνωσης αυτής Κάθριν Σμιτ σχολίασε ότι η ομοσπονδιακή και οι τοπικές κυβερνήσεις κάνουν περισσότερα για να αντιμετωπίσουν την πείνα, καθώς οι αριθμοί των πολιτών του Καναδά που πλήττονται από αυτή παραμένουν ενοχλητικά υψηλοί. «Έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε», ανέφερε. «Ένα παιδί που πάει για ύπνο νηστικό ήδη παραπάει… και έχουμε 300.000 παιδιά σε αυτή τη χώρα» που δεν έχουν επαρκή τροφή, τόνισε. Πρόσθεσε πως οι χιλιάδες τράπεζες τροφίμων κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, αλλά δεν μπορούν να δώσουν μια μακροπρόθεσμη λύση διότι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της φτώχειας στη ρίζα του, κάτι που οφείλει να κάνει η κυβέρνηση.