Το καμπανάκι του κινδύνου για την κατάσταση που επικρατεί στην επαρχία Ιτούρι, στο βορειοανατολικό τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό από τον Δεκέμβριο του 2017 κρούει ο ΟΗΕ. Οι δολοφονίες, βιασμοί και άλλες πράξεις βίας που διαπράχθηκαν μπορεί να συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ενδεχομένως ακόμη και γενοκτονία, ανακοίνωσε ο οργανισμός.
«Τουλάχιστον 701 άνθρωποι σκοτώθηκαν», όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων επικαλούμενο την έκθεση που συνέταξαν ερευνητές των Ηνωμένων Εθνών.
Οι επιθέσεις στην πλούσια σε κοιτάσματα ορυκτών επαρχία Ιτούρι είχαν στόχο κυρίως την κοινότητα των Χεμά (μια εθνοτική ομάδα ως επί το πλείστον κτηνοτρόφων και εμπόρων), η οποία βρίσκεται για καιρό σε σύγκρουση με την κοινότητα των Λεντού, μια εθνοτική ομάδα ως επί το πλείστον αγροτών, όσον αφορά δικαιώματα βοσκής και θέματα πολιτικής εκπροσώπησης.
«Η μεγάλη πλειονότητα των θυμάτων των επιθέσεων φαίνεται ότι μπήκε στο στόχαστρο επειδή ανήκε στην κοινότητα των Χεμά (τουλάχιστον 402 μέλη αυτής της κοινότητας σκοτώθηκαν μεταξύ του Δεκεμβρίου του 2017 και του Σεπτεμβρίου του 2019)», υπογραμμίζεται στην έκθεση αυτή που συντάχθηκε από κοινού από την Αποστολή του ΟΗΕ στο Κονγκό και το Γραφείο του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
«Ένα από τα μεγάλα στοιχήματα της σύγκρουσης είναι ο έλεγχος των εδαφών από τους Λεντού», προστίθεται στην έκθεση.
Από τον Σεπτέμβριο του 2018 ένοπλες ομάδες των Λεντού απέκτησαν αισθητά μεγαλύτερη οργάνωση στην διεξαγωγή επιθέσεων κατά των Χεμά και μελών άλλων εθνοτικών ομάδων όπως αυτή των Αλούρ, επισημαίνει το γραφείο του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην έκθεσή του.
Ο στρατός και οι αστυνομικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να σταματήσουν τη βία, προσθέτει και καλεί τις αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό να αντιμετωπίσουν τις βαθύτερες αιτίες της σύγκρουσης αυτής.
«Η βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει τις επιθέσεις αυτές -συμπεριλαμβανομένων των αποκεφαλισμών γυναικών και παιδιών με ματσέτες, των ακρωτηριασμών και της αφαίρεσης τμημάτων από το σώμα θυμάτων ως πολεμικών τροπαίων- δείχνει την επιθυμία των επιτιθέμενων να προκαλέσουν μόνιμο τραύμα στις κοινότητες των Χεμά και να τους αναγκάσουν να φύγουν για να γλιτώσουν και να μην επιστρέψουν στα χωριά τους», σύμφωνα με την έκθεση.
«Η βία που τεκμηριώνεται (…) μπορεί να εμπεριέχει κάποια στοιχεία εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας μέσω των δολοφονιών, βασανιστηρίων, βιασμών και άλλων μορφών σεξουαλικής βίας, λεηλασιών και εκδιώξεων» που διαπράχθηκαν, επισημαίνεται επίσης στην έκθεση αυτή του ΟΗΕ, στην οποία προστίθεται ότι μπορεί να υπάρχουν επίσης «ορισμένα στοιχεία» που να ανάγουν τις επιθέσεις αυτές σε γενοκτονία.
Αν και τα περισσότερα θύματα ανήκουν στην κοινότητα των Χεμά, οι ερευνητές του ΟΗΕ τεκμηρίωσαν επίσης πράξεις αντιποίνων από ορισμένα μέλη των κοινοτήτων των Χεμά, στις οποίες περιλαμβανόταν το κάψιμο χωριών.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο καταδίκασε τον Κογκολέζο πολέμαρχο Μπόσκο Νταγκάντα τον περασμένο Νοέμβριο σε ποινή κάθειρξης 30 ετών για ωμότητες, μεταξύ των οποίων δολοφονίες, βιασμοί και στρατολόγηση παιδιών.
Τα εγκλήματα αυτά διαπράχθηκαν ενώ ήταν στρατιωτικός διοικητής της Ένωσης Κονγκολέζων Πατριωτών (UPC) μιας πολιτοφυλακής στο ανατολικό Κονγκό το 2002-2003, η οποία είχε στόχο τα μέλη της κοινότητας των Λεντού και αποσκοπούσε στην εκδίωξή τους, ενώ εκατοντάδες σκοτώθηκαν.