Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τα ομοφοβικά εγκλήματα μίσους καθώς και να προστατεύσουν όλους τους ανθρώπους από τις διακρίσεις, την παρενόχληση και τη βία, επισημαίνει η Διεθνής Αμνηστία σε νέα έκθεση, που δημοσιεύθηκε σήμερα.

«Η βία που υποκινείται από μίσος, έχει ιδιαίτερα επιζήμιες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στα θύματα. Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και πολλά από τα κράτη-μέλη της, δεν αναγνωρίζουν στη νομοθεσία τους ως εγκλήματα μίσους, τα εγκλήματα με βάση τον πραγματικό ή υποτιθέμενο σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα του φύλου. Αυτό είναι απαράδεκτο, διότι το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων προστατεύει από τις διακρίσεις το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα του φύλου», δήλωσε ο Marco Perolini, εμπειρογνώμονας της Διεθνούς Αμνηστίας για τις διακρίσεις στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.

Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας «Λόγω του ποιος είμαι: Ομοφοβία, τρανσφοβία και έγκλημα μίσους στην Ευρώπη», επισημαίνει κενά στη νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπου ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα του φύλου δεν περιλαμβάνονται ρητά ως λόγοι για τους οποίους μπορεί να διαπράττονται εγκλήματα μίσους. Η έκθεση, επίσης καταδεικνύει την ανεπάρκεια των προτύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα εγκλήματα μίσους, που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της ομοφοβικής και τρανσφοβικής βίας, μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Οι διακρίσεις ως κίνητρο, διαχωρίζουν τα εγκλήματα μίσους από άλλες εγκληματικές πράξεις. Όταν ερευνώνται και δικάζονται εγκληματικές πράξεις, βάσει του πραγματικού ή του υποτιθέμενου σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας του φύλου, είναι ζωτικής σημασίας η αστυνομία και οι δικαστικές αρχές να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να ανακαλύπτουν το κίνητρο πίσω από τις πράξεις αυτές.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 80% των περιστατικών ομοφοβικής και τρανσφοβικής βίας δεν καταγγέλλονται στην αστυνομία, διότι τα θύματα φοβούνται τη θεσμοθετημένη ομοφοβία και τρανσφοβία. Σε άλλες περιπτώσεις, ομοφυλόφιλοι συχνά δεν καταγγέλλουν επιθέσεις εναντίον τους, διότι δεν είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλοι και θεωρούν ότι, έτσι, θα το ανακαλύψουν η οικογένεια και οι φίλοι τους.

Χώρες όπως η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Γερμανία και η Λετονία, δεν έχουν ολοκληρωμένες διατάξεις σχετικά με τα εγκλήματα μίσους, καθώς συχνά δεν καλύπτουν αδικήματα εις βάρος ανθρώπων, εξαιτίας του πραγματικού ή του υποτιθέμενου σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας του φύλου τους. Σε άλλες χώρες, όπως η Κροατία και η Ελλάδα, η νομοθεσία για τα ομοφοβικά και τρανσφοβικά εγκλήματα μίσους δεν εφαρμόζεται ορθά, με αποτέλεσμα αρκετές φορές το κίνητρο πίσω από ομοφοβικά ή τρανσφοβικά εγκλήματά μίσους να μην καταγράφεται από την αστυνομία ή να μην ερευνάται διεξοδικά.

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της δεν μπορούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους για την καταπολέμηση των διακρίσεων, χωρίς να υιοθετήσουν κατάλληλα μέτρα ενάντια σε όλες τις μορφές βίας που υποκινούνται από το μίσος. Τα ήδη υπάρχοντα διπλά μέτρα και σταθμά καλλιεργούν την ιδέα πως κάποιες μορφές βίας χρήζουν λιγότερης προσοχής και προστασίας από άλλες. Αυτό είναι απαράδεκτο για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που υπερηφανεύεται για την ικανότητά της να προωθεί την ισότητα και την κοινωνική ένταξη», δήλωσε ο Marco Perolini.

Η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρει και περιστατικά που ομοφοβικής βίας που σημειώνονται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα.

Συγκεκριμένα, σε πολλές περιπτώσεις, το να ζει κανείς ανοιχτά οδηγεί σε διακρίσεις, ακόμη και βία. Για παράδειγμα, η Άννα, μια 25χρονη τρανς, αντιμετωπίζει παρενόχληση και βία σε ένα νυχτερινό σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 2012 η Άννα έπεσε θύμα σοβαρής επίθεσης όταν δύο άντρες φέρονται να της έριξαν βενζίνη και προσπάθησαν να της βάλουν φωτιά ακριβώς έξω από τις εγκαταστάσεις του σχολείου. Στην αρχή της επόμενης σχολικής χρονιάς, ο καινούριος διευθυντής αρνήθηκε να την γράψει στο σχολείο, εκτός εάν «συμπεριφερόταν σαν άντρας». Τελικά επιτράπηκε στην Άννα να φοράει τα ρούχα που ένιωθε ότι εξέφραζαν την ταυτότητα του φύλου της, αλλά συνέχισε να αντιμετωπίζει εκφοβισμό και απειλές από συμμαθητές της.

Μία άλλη περίπτωση είναι ομοφοβικής βίας είναι αυτή που αντιμετώπισε ο Στέφανος στο κέντρο της Αθήνας. Στις 28 Αυγούστου του 2012, νωρίς το πρωί, ο Στέφανος περπατούσε κοντά στην Πλατεία Ομονοίας, με έναν φίλο. Δύο άντρες τους πλησίασαν και τους ρώτησαν αν είναι γκέι. Μετά την καταφατική τους απάντηση, οι άντρες είπαν «Τώρα θα δείτε τι θα γίνει» και έφυγαν. Μετά από λίγα λεπτά πρόλαβαν τον Στέφανο και τον φίλο του, τους πέταξαν στο έδαφος τους κλώτσησαν και τους γρονθοκόπησαν εξαπολύοντας ομοφοβικές προσβολές.

Ο Στέφανος κατάφερε να καλέσει την αστυνομία ενώ βρισκόταν ακόμα πεσμένος στο πεζοδρόμιο. Έφτασαν μετά από μερικά λεπτά. Ο Στέφανος κατήγγειλε ότι είχε πέσει θύμα ομοφοβικής επίθεσης. Οι αστυνομικοί των ρώτησαν τι είναι η ομοφοβική επίθεση.

Τριγύρω υπήρχαν μερικοί μάρτυρες, ανάμεσά τους ο ιδιοκτήτης ενός περιπτέρου εκεί κοντά. Ωστόσο, η αστυνομία δεν μίλησε μαζί τους για να συγκεντρώσει περισσότερες λεπτομέρειες για το τι είχε συμβεί. «Δε βγήκαν καν από το αυτοκίνητο». Ύστερα η αστυνομία συνέστησε στον Στέφανο να πάει στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει την επίθεση, αλλά αρνήθηκαν να τον συνοδέψουν μέχρι εκεί. Πήγε στο αστυνομικό τμήμα μόνος του. Οι αστυνομικοί στο τμήμα τον ρώτησαν ξανά τι είναι η ομοφοβική επίθεση. Η επίγνωση του Στέφανου για την ομοφοβική βία και το γεγονός ότι ήταν ανοιχτός σε ό,τι αφορά το σεξουαλικό του προσανατολισμό ήταν καθοριστικά για τη διασφάλιση ότι το φερόμενο κίνητρο καταγράφηκε, παρόλο που θα έπρεπε να αποτελεί καθήκον της αστυνομίας να συλλέξει και να καταγράψει τα στοιχεία ενός εγκλήματος, συμπεριλαμβανομένων και των κινήτρων όπως εξελήφθησαν από τα θύματα.

Το φερόμενο ομοφοβικό κίνητρο σημειώθηκε στην αναφορά της αστυνομίας. «Ήθελα αυτή επίθεση να καταγραφεί ως ομοφοβική, ξέρω ότι είναι σημαντικό να καταγράφονται αυτές οι επιθέσεις ως τέτοιες» δήλωσε ο Στέφανος.

Στις 4 Σεπτεμβρίου του 2012 ο Στέφανος κατέθεσε μήνυση κατά των άγνωστων δραστών της επίθεσης. Η μήνυση αναφερόταν στην κάμερα κυκλοφορίας που είχε καταγράψει τα γεγονότα. Ο δικηγόρος του Στέφανου έλαβε εντολή ώστε η αστυνομία να κρατήσει τις μαγνητοσκοπημένες εικόνες της κάμερας, που διαφορετικά θα είχαν σβηστεί μετά από επτά ημέρες.

Παρά τα επανειλημμένα αιτήματα, ούτε ο Στέφανος, ούτε ο δικηγόρος του έχουν λάβει καμία πληροφόρηση για την πρόοδο της έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του αν οι εικόνες της κάμερας έχουν εξεταστεί.

Στο άρθρο 66 του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται ότι τα κίνητρα που σχετίζονται με τη φυλή ή το σεξουαλικό προσανατολισμό των θυμάτων αποτελούν επιβαρυντικά στοιχεία επί σειρά ετών. Τον Μάρτιο του 2013 το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε, ούτως ώστε να περιλαμβάνει και την ταυτότητα του φύλου. Οι τοπικές ΜΚΟ έχουν διαμαρτυρηθεί, ωστόσο, στην πράξη, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές παραλείπουν τακτικά να λαμβάνουν υπόψη τους ισχυρισμούς για κίνητρα μίσους κατά την έρευνα και δίωξη εγκλημάτων μίσους. Η δημιουργία ειδικών αστυνομικών διευθύνσεων και τοπικών μονάδων τον Δεκέμβριο του 2013 ίσως συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος, αλλά αυτές οι μονάδες και διευθύνσεις έχουν συσταθεί για να αντιμετωπίζουν μόνο εγκλήματα μίσους που σχετίζονται με τη φυλή και όχι εγκλήματα που διαπράττονται για άλλους απαγορευμένους λόγους, όπως ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου.

Το 2013 το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας ξεκίνησε να συλλέγει στοιχεία για εγκλήματα μίσους υποκινούμενα από το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου. Μέχρι σήμερα έχουν αναφερθεί δύο υποθέσεις. Δεν έχει συλλεχθεί κανένα επίσημο στοιχείο για ομοφοβικό και τρανσφοβικό έγκλημα μίσους.