Κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίασε χθες η επιτροπή του κοινοβουλίου της Ιταλίας, η οποία είναι αρμόδια για θέματα κατασκοπείας, με τον πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε να διαψεύδει αμέσως μετά τα σενάρια περί συναλλαγής της χώρας του με τις ΗΠΑ με αφορμή την έρευνα σε βάρος του Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Κόντε επιβεβαίωσε ότι επέτρεψε στον υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ Ουίλιαμ Μπαρ να συναντηθεί με κορυφαία στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών της Ιταλίας στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργούσε για το πώς προέκυψε η έρευνα του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Μάλερ για τη φερόμενη ανάμιξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές του 2016.
Σύμφωνα με πολλά δημοσιεύματα σε αμερικανικά και διεθνή ΜΜΕ, ο Μπαρ προσπαθεί να βρει τεκμήρια που θα επιτρέψουν να περιέλθει σε ανυποληψία η έρευνα που διενήργησε η ομάδα του πρώην διευθυντή του Ομοσπονδιακού Γραφείου Έρευνας (FBI), όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ.
Ο Μπαρ ταξίδεψε στη Ρώμη για να συναντηθεί με κορυφαία στελέχη των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών δύο φορές, τη 15η Αυγούστου και την 27η Σεπτεμβρίου. Στις συναντήσεις «διασαφηνίστηκε ότι δεν είχαμε καμία πληροφορία» για την υπόθεση αυτή, είπε ο Κόντε.
Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας διέψευσε σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας κατά τα οποία επέτρεψε την — εξαιρετικά ασυνήθιστη — συνάντηση του Μπαρ με τους επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της χώρας με αντάλλαγμα τη δημόσια εκδήλωση υποστήριξης από μέρους του Ρεπουμπλικάνου προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ.
Υπενθυμίζεται πως την 27η Αυγούστου, εν μέσω της κυβερνητικής κρίσης που μαινόταν στη Ρώμη, ο μεγιστάνας ανέφερε μέσω Twitter ότι ο Κόντε είναι «πολύ ταλαντούχος» και εξέφρασε την ελπίδα «να παραμείνει πρωθυπουργός» της Ιταλίας.
Ο Τζουζέπε Κόντε διαβεβαίωσε ότι η συνάντηση του Μπαρ με την ηγεσία των ιταλικών υπηρεσιών πληροφοριών ζητήθηκε τον Ιούνιο, κατά συνέπεια δεν υπήρχε η παραμικρή σύνδεσή της με την πολιτική κρίση που ξέσπασε δύο μήνες αργότερα. Ο επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης υπεραμύνθηκε των αποφάσεών του, επιχειρηματολογώντας ότι εάν δεν επέτρεπε τις συναντήσεις, αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως «απιστία έναντι ενός ιστορικού συμμάχου» της χώρας.