«Το να ανταγωνίζεσαι τους πολίτες ορισμένων εκ των στενότερων συμμάχων σου δεν είναι η πλέον υποσχόμενη στρατηγική για την αύξηση της διεθνούς ασφάλειας», γράφει η εφημερίδα «New York Times», σε άρθρο της για τις παρακολουθήσεις διπλωματικών υπηρεσιών άλλων χωρών από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA) των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παράλληλα όμως χαρακτηρίζει «υπερβολική» την «οργισμένη αντίδραση» των Ευρωπαίων πολιτικών, καθώς και τις απειλές τους περί διακοπής των συνομιλιών για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ΕΕ-ΗΠΑ. Κι αυτό, όπως σημειώνεται, επειδή η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών-μελών γνώριζαν επί μακρόν τις ικανότητες της NSA, ωστόσο οι απλοί Ευρωπαίοι πολίτες βρίσκονταν σε άγνοια, έως ότου το περιοδικό «Der Spiegel» δημοσίευσε τον αριθμό τον ιδιωτικών κλήσεων, μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και γραπτών μηνυμάτων που ήλεγχε η NSA στην Ευρώπη κάθε μήνα.
Σύμφωνα με τη σύνταξη της εφημερίδας, θα ήταν απλοϊκό να θεωρεί κανείς ότι η εν λόγω στρατηγική κατασκοπείας εφαρμόζεται μόνο από την αμερικανική κυβέρνηση, όπως επίσης αφελές θα ήταν να θεωρεί κανείς ότι οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν ανταλλάσσουν δεδομένα που αφορούν τους πολίτες συμμαχικών χωρών και τα οποία κανονικά απαγορεύεται να συγκεντρώνουν για τους πολίτες της δικής τους χώρας.
Τέλος, διατυπώνεται η άποψη η επίτευξη της διατλαντικής συμφωνίας εμπορίου θα ήταν προς όφελος όλων των συμμετεχόντων, ενώ μια καλή εξέλιξη των πρόσφατων αποκαλύψεων θα ήταν η ενίσχυση του αιτήματος των Ευρωπαίων για αυστηρότερους κανονισμούς όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων για ιδιώτες από εταιρείες και κυβερνήσεις. Η NSA μπορεί να μην θεωρήσει τους συγκεκριμένους κανονισμούς ως περιοριστικούς για τις μυστικές δραστηριότητές της, ωστόσο ίσως αυτοί εξαναγκάσουν την NSA να είναι πιο προσεκτική και επιλεκτική στις πρακτικές της, σημειώνεται στο ίδιο άρθρο.