Κερδισμένη βγαίνει η Ρωσία, όχι μόνον όμως, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο των εχθροπραξιών στην Συρία, όπως εκτίμησε μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ- ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM», o δρ Κωνσταντίνος Φίλης, εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Ο Έλληνας διεθνολόγος εκτιμά πως, επί της παρούσης, στο γεωπολιτικό χρηματιστήριο της Μέσης Ανατολής οι μετοχές της Ρωσίας «έχουν εκτοξευτεί, κυρίως λόγω των λαθών της αμηχανίας της Δύσης και της αδυναμίας ή επιθυμίας των ΗΠΑ να αποστασιοποιηθούν από τις εξελίξεις της περιοχής», ενώ κρίνει πως με την κατανομή των δυνάμεων, αλλά και τη δυναμική των εξελίξεων των τελευταίων ωρών, μπορεί να ειπωθεί πως υπάρχουν οι -επί του παρόντος- νικητές και κερδισμένοι.
«Ένα κενό καλύπτει αυτή τη στιγμή η Ρωσία, η οποία προφανώς δεν είναι σε θέση να διατηρήσει επ’ άπειρον αυτή την κατάσταση -δεν είναι οικονομικά ή και γεωπολιτικά σε θέση να το κάνει αυτό- αλλά σε κάθε περίπτωση, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, είναι ή φαίνεται να είναι ο κερδισμένος (σ.σ ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν)».
Μεγάλος κερδισμένος αυτή την περίοδο όμως είναι σύμφωνα με τον κ.Φίλη «και ο Άσαντ, ο οποίος ελέγχει πάνω από το 65% της συριακής επικράτειας και πλέον, αν και εφόσον πάρει και τις κουρδικές περιοχές υπό τον έλεγχό του, θα είναι αδιαμφισβήτητη, σχεδόν απόλυτη η κυριαρχία του».
Ο κ.Φίλης αναλύει περαιτέρω την τριπλέτα των δυνάμεων -Άσαντ, Ρωσία και Ιράν- που βρίσκονται προς το παρόν στο στρατόπεδο ισχύος, μετά από τις ανακοινώσεις κινητοποίησης των συριακών δυνάμεων το απόγευμα της Κυριακής 13 Οκτωβρίου. Παράλληλα, περιγράφει το συγκεκριμένο πεδίο μαχών, συγκρίνοντας το πώς δρουν σήμερα αυτές οι δυνάμεις απέναντι στους, από επιλογή πλέον, μη δρώντες Αμερικανούς: «Κερδισμένοι είναι και οι σύμμαχοι του Άσαντ που είναι η Ρωσία και το Ιράν, ένα Ιράν το οποίο οι Αμερικανοί θέλουν μεν να το υποχρεώσουν σε αναδίπλωση από την περιοχή, στραγγαλίζοντας το οικονομικά, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτοί (σ.σ Άσαντ, Ρωσία και Ιράν) είναι προς ώρας εκείνοι που έχουν αποκομίσει κέρδη στο συριακό μέτωπο», εξηγεί ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
«Μια αναμενόμενη εξέλιξη αν και εφόσον λάβει σάρκα και οστά»
«(Η κινητοποίηση των συριακών δυνάμεων και η συμφωνία Άσαντ-Κούρδων) είναι η πιο λογική εξέλιξη από τη στιγμή που αποφάσισε ο Πρόεδρος Τράμπ να αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από αυτό το κομμάτι της Συρίας και ουσιαστικά να αποσύρουν τη στήριξή τους στους Κούρδους, αφήνοντάς τους ουσιαστικά έρμαιο στις διαθέσεις της Τουρκίας. Έδωσε τη δυνατότητα η επιλογή Τράμπ να περάσουν οι Κούρδοι στο στρατόπεδο του Ασαντικού κράτους» εξηγεί ο κ.Φίλης σχολιάζοντας τη συμφωνία Άσαντ και Κούρδων, ενώ απαντώντας στο ερώτημα της πιθανότητας μια άμεσης ακύρωσης ή παύσης των εχθροπραξιών στη μείζονα περιοχή, εκτιμά πως απαιτείται χρόνος για να είναι εφικτή μια τέτοια κατάληξη.
«Κανείς δεν μπορεί να το πει αυτό (σ.σ το πότε θα υπάρξει εκεχειρία), διότι σαφές άλλωστε είναι πως η Τουρκία θα πάθει ένα πολύ μεγάλο στραπάτσο, εάν υποχρεωθεί να αναδιπλωθεί μπροστά στο φάσμα της σύγκρουσης με τις συριακές δυνάμεις, αλλά κυρίως με τη Ρωσία και το Ιράν -αυτοί που στηρίζουν αυτή τη στιγμή της Ασαντικές δυνάμεις είναι κυρίως η Μόσχα και η Τεχεράνη», ανέφερε ο κ.Φίλης.
«Ακόμη και αν προσπαθήσει διπλωματικά να καθίσει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για το μέλλον της Συρίας με καλύτερους όρους για αυτήν από ό,τι στο παρελθόν -η αλήθεια είναι πως εν μέρει το είχε πετύχει ούτως ή άλλως- τυχόν αναδίπλωση από το μέτωπο αυτό θα είναι κάτι προβληματικό για την Τουρκία, ακόμη και αν λάβει διαβεβαιώσεις από τη συριακή κυβέρνηση ότι οι Κούρδοι δεν πρόκειται να έχουν κάποιο αυτόνομο στάτους αντίστοιχο με αυτό των Κούρδων του Ιράκ», προσθέτει σε ό,τι αφορά μια τέτοια παύση εχθροπραξιών ο εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και συμπληρώνει: «Αυτό διότι θα φανεί ότι η Τουρκία τελικά δεν κατάφερε τον σκοπό που ήταν να περιθωριοποιήσει τους Κούρδους από τις εξελίξεις».
Κεντρικός παρονομαστής η ρευστότητα
“Αυτό που κάνουμε πάντως αυτή τη στιγμή είναι να περιγράφουμε την τάση και η τάση κατατείνει προς τα εκεί (σ.σ μια παύση εχθροπραξιών). Γίνονται πάρα πολλές διαβουλεύσεις, κάποιες κάτω από τα ραντάρ, κάποιες γίνονται γνωστές, κάποιες όχι. Ό,τι συζητάμε είναι με ένα πάρα πολύ μικρό βάθος χρόνου. Όποιος πει πως αυτή η νέα κατάσταση που διαμορφώνεται είναι μόνιμη, προφανώς ξέρει πολύ λίγα για την περιοχή”, προσθέτει σχολιάζοντας τη ροή των εξελίξεων ο κ.Φίλης. “Κάνοντας μια υπόθεση εργασίας λέμε πως υπάρχει αυτή τη στιγμή ένα σοβαρό ενδεχόμενο οι Αμερικανοί να έχουν ρίξει τους Κούρδους στην αγκαλιά του Άσαντ και αυτό να έχει συνέπειες και σε σχέση με την πολιτική της Τουρκίας”, προσθέτει.
Η ισορροπία δυνάμεων σήμερα -και ίσως ο δρόμος για έναν συμβιβασμό
«Η Ρωσία είναι βέβαια προφανές πως ικανοποιείται βλέποντας την Τουρκία σε μια μόνιμη κατάσταση αντιπαράθεσης, όχι μόνο λεκτικής, αλλά και πρακτικής, όπως βλέπουμε πολλές φορές με τη Δύση και ειδικότερα με τις ΗΠΑ, δεν μπορεί παρά να θέλει να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση, άρα με κάποιον τρόπο εκτιμώ οι Ρώσοι θα προσπαθήσουν να ικανοποιήσουν και τα συμφέροντα της Τουρκίας σε σχέση με τους Κούρδους», θα σχολιάσει ο κ.Φίλης για την ενδεχόμενη διαδρομή προς την ειρήνη επί της οποίας ερωτάται και θα προσθέσει πως ένα αποτέλεσμα που δεν θα οδηγήσει σε νέες διαμάχες ή/και πολεμικές επιχειρήσεις στο μέλλον θα πρέπει να δομηθεί πάνω σε μια ισορροπία πολλών, έστω και εν μέρει, νικητών.
«Δεν είναι συνεπώς και τόσο αυτονόητο, εφόσον οι Κούρδοι στράφηκαν προς τον Άσαντ και το συριακό καθεστώς, ότι αυτομάτως αναιρείται ό,τι έχει συμβεί με τη Ρωσία μέχρι σήμερα. Δεν νομίζω ότι η Μόσχα, η οποία έχει μια σοβαρότητα και συγκρότηση σε ό,τι αφορά την εξωτερική της πολιτική, χωρίς φυσικά να σημαίνει πως δεν κάνει λάθη, θα ήθελε να θυσιάσει τη σχέση της με την Τουρκία σε αυτό το βαθμό», θα πει ο κ.Φίλης. «Από την άλλη έρχεται και αυτή σε μια δύσκολη κατάσταση -εάν δεν έχει προνοήσει- διότι αν κληθεί να επιλέξει μεταξύ Άσαντ και Τουρκίας, αυτό θα είναι είναι πάρα πολύ δύσκολο δίλημμα (σ.σ για την ρωσική ηγεσία). Πιθανολογώ πως η Ρωσία θα επιχειρήσει να υπερβεί αυτό το δίλημμα και να αφήσει ευχαριστημένη και την Τουρκία» καταλήγει ο Έλληνας διεθνολόγος.