Η 22α Σεπτεμβρίου 1943 – και οι επόμενες ημέρες – είναι μία ημερομηνία που παντοτινά ενώνει δύο λαούς, που μόλις τρία χρόνια πριν στάθηκαν στα αντίπερα χαρακώματα και από εχθροί βρέθηκαν να πολεμούν μαζί, ο ένας τον παλιό κι ο άλλος τον νέο δυνάστη του. Ορόσημο αυτής της συναδέλφωσης των παλιών εχθρών στο νέο κοινό πεδίο της μάχης, η συγκεκριμένη ημερομηνία, που έμεινε στις κοινές μνήμες Ελλήνων κι Ιταλών ως «η Σφαγή της Κεφαλονιάς».
Από την ημέρα της ιταλικής συνθηκολόγησης, στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, οι δυνάμεις του Μπενίτο Μουσολίνι στην Ελλάδα (όπως και στ’ άλλα μέτωπα, εξάλλου) βρέθηκαν ενώπιον ενός κρίσιμου διλήμματος. Θα συντάσσονταν με τον φασίστα δικτάτορα, που είχε καταφύγει στη βόρειο Ιταλία και συγκροτούσε την ανδρείκελο στα χέρια των Χιτλερικών «κυβέρνηση του Σαλό», ή θα αυτομολούσαν και θα συνθηκολογούσαν με τις Συμμαχικές Δυνάμεις;
Στα κατεχόμενα νησιά του Ιονίου, οι ιταλικές δυνάμεις της μεραρχίας Άκουι (Acqui) ασκούσε τον στρατιωτικό έλεγχο, μαζί με υποδεέστερες γερμανικές δυνάμεις, που όμως μπορούσαν να υπολογίζουν στην εναέρια, αλλά και θαλάσσια, υποστήριξη από τις γερμανικές βάσεις στα κοντινά ηπειρωτικά παράλια.
Αμέσως μετά την συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο και το τελεσίγραφο των Γερμανών για το ποια πλευρά θα επιλέξουν και ποια θα είναι η τύχη τους στο μέλλον (συνέχιση του πολέμου, ή αιχμαλωσία), οι δυνάμεις της Άκουι, υπό τον στρατηγό Γκαντίν και τον υποδιοικητή του συνταγματάρχη Λουζινιάνι του 18ου συντάγματος πεζικού στην Κέρκυρα, επεχείρησαν να κωλυσιεργήσουν και ασκούσαν μία παρελκυστική πολιτική αναμένοντας σαφείς διαταγές από το Γενικό Επιτελείο στη Ρώμη.
Κατά τη διάρκεια των επομένων ημερών κι ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς είχαν σημειωθεί ορισμένες αψιμαχίες μεταξύ των δύο πρώην συμμαχικών στρατευμάτων. Στη διάρκεια αυτών των επεισοδίων είχε αιχμαλωτισθεί η γερμανική φρουρά στην Κέρκυρα. Εν γένει, στις τάξεις των ιταλικών δυνάμεων στο Ιόνιο είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος το αίσθημα αντίστασης κατά των Γερμανών και πολλοί αξιωματικοί στόχευαν να παρασύρουν ακόμη και manu militari τον Γκαντίν, που έως τότε διχοστατούσε, να ταχθεί υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων. Δεν χρειάσθηκε όμως κάτι τέτοιο, διότι από το Μπρίντιζι—όπου είχε καταφύγει το ιταλικό Επιτελείο ακολουθώντας τον Βασιλιά Βιττόριο Εμμανουέλε—έφθασε η διαταγή να θεωρηθούν ως εχθρικά τα γερμανικά στρατεύματα και να ληφθούν οι κατάλληλες ενέργειες. Ο Γκαντίν απέναντι στις τρεις προοπτικές: να παραδώσει τα όπλα, να συνταχθεί με τους Γερμανούς, ή να αντισταθεί, προτίμησε το τελευταίο. Απέστειλε ανακοίνωση στους Γερμανούς πως δεν παραδίδει τα όπλα και συνάμα έστειλε αίτημα στο ιταλικό Επιτελείο για εναέρια και θαλάσσια ενίσχυση των δυνάμεών του στο Ιόνιο.
Σύντομα οι γερμανικές δυνάμεις ξεδίπλωσαν την επίθεσή τους. Παρά τη σθεναρή αντίσταση των Ιταλών, οι υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις με τις ενισχύσεις που έφταναν διαρκώς, με την επικουρία των βομβαρδιστικών Στούκας και τους συνεχείς βομβαρδισμούς από αέρος και θαλάσσης, εξανάγκασαν τον Γκαντίν να υψώσει λευκή σημαία στις 22 Σεπτεμβρίου.
Στις συγκρούσεις έχασαν τη ζωή τους 1.200 Ιταλοί στρατιώτες και 65 αξιωματικοί, ενώ και μετά την παύση του πυρός άλλοι 155 αξιωματικοί και 4.700 στρατιώτες σταδιακά εκτελέστηκαν ως «άτακτοι», μολονότι φορούσαν τη στολή του ιταλικού στρατού, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Αμέσως μετά την παράδοση των Ιταλών, ο Γερμανός στρατηγός Λαντς, ζήτησε οδηγίες από το στρατηγείο των ναζιστικών δυνάμεων στην Ήπειρο για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Ιταλούς αιχμαλώτους, το οποίο απάντησε πως ο Γκαντίν και οι στρατιώτες του θα πρέπει να έχουν την μεταχείριση, που προβλέπουν οι διαταγές του Φύρερ.
Στο διάστημα 23-28 Σεπτεμβρίου ο Γκαντίν και άλλοι 193 αξιωματικοί και 17 ναυτικοί δικάστηκαν. Ο Γκαντίν εκτελέσθηκε στις 24 του μηνός. Στην Κέρκυρα οι ιταλικές απώλειες ανέρχονταν σε 640 νεκρούς και 1.200 τραυματίες, όμως μετά τη συνθηκολόγηση άρχισαν οι μαζικές εκτελέσεις, μεταξύ αυτών και των επικεφαλής των εκεί δυνάμεων Λουζινιάνι και Μπετίνι. 129 αξιωματικοί εκτελέστηκαν στην λεγόμενη Κάζα Ρόσα (κόκκινη κατοικία) και στις 25 Σεπτεμβρίου άλλοι επτά είχαν την ίδια τύχη, επειδή από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν διαπιστώθηκε πως είχαν διαφύγει άλλοι δύο αξιωματικοί. Οι δε απλοί Ιταλοί στρατιώτες στην Κέρκυρα θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου—ίσως γιατί οι Γερμανοί επικεφαλής, λόγω της παρουσίας στο νησί πιο διαλλακτικών αξιωματικών ερμήνευσαν πιο ευμενώς τις «διαταγές του Φύρερ» και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα κράτησης, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες δυνάμεις στην Κεφαλονιά, όπου λόγω της παρουσίας του Λαντς και του ταξιάρχου φον Χίρσφελντ, του υπευθύνου των εκτελέσεων, εφάρμοσαν τις πιο ακραίες ποινές κατά των αιχμαλώτων. Αθρόες εκτελέσεις άρχισαν να πραγματοποιούνται, πολλοί Ιταλοί κατέφυγαν σε σπίτια ντόπιων Κεφαλλονιτών, οι οποίοι λησμονώντας την παλιά έχθρα τους έκρυψαν και τους περιέθαλψαν. έως ότου βρουν τρόπο να διαφύγουν ή να βγουν στην αντίσταση.
Μετά το έγκλημα, οι ναζιστές προσπάθησαν να καλύψουν την ειδεχθή πράξη τους, στοιβάζοντας τους επιβιώσαντες στρατιωτικούς σε πλοία με κατεύθυνση τη Γερμανία. Ένα από τα πρώτα σκάφη, το «Αρντένα» εξερράγη στα ανοικτά του λιμανιού κι από τους 840 Ιταλούς που βρίσκονταν στ’ αμπάρια του μόνον οι 120 διασώθηκαν. Οι λιγοστοί που επιβίωσαν ακολούθησαν την τύχη άλλων 600.000 συμπολεμιστών τους που αρνήθηκαν να πολεμήσουν υπό τη σημαία του Σαλό στο πλευρό των Γερμανών και κατέληξαν στα ναζιστικά lager.
Μολαταύτα, έως σήμερα, τα θύματα της «Σφαγής της Κεφαλονιάς», οι στρατιώτες της μεραρχίας Άκουι, δεν έτυχαν της αναγνώρισης της θυσίας τους ως «θύματα εγκλήματος πολέμου». Παρ’ όλο που οι επικεφαλής της Σφαγής δικάσθηκαν από τα δικαστήρια της Νυρεμβέργης, τα θύματα των αιματηρών γεγονότων στην Κεφαλονιά και στην Κέρκυρα —όπως σημειώνει και ο Γερμανός ιστορικός Γκέρχαρντ Σράιμπερ— έως σήμερα «αγνοούνται στην ίδια τη Γερμανία, εάν δεν γίνεται πλήρες αντικείμενο άρνησης η θυσία τους».
Σήμερα, στο σημείο της σφαγής τους, μόνο μια ταπεινή μαρμάρινη στήλη υπενθυμίζει ότι 10.260 Ιταλοί στρατιώτες άφησαν τη ζωή τους στα νησιά του Ιονίου.