Νέα Υόρκη, 1962, ξενοδοχείο Carlyle. Ενας άντρας τρέχει ημίγυμνος από τη σουίτα του στους διαδρόμους του ξενοδοχείου, κουνώντας ξέφρενα τα χέρια του σαν μανιακός.
Ο άνδρας, όπως αναφέρει το Έθνος της Κυριακής, ήταν ο Τζον Φ. Κένεντι και πίσω του έτρεχαν κατατρομαγμένοι οι σωματοφύλακές του, για να σώσουν όχι τον ίδιο αλλά την υπόληψή του. Ο πρόεδρος μόλις είχε πάρει ένα «βιταμινούχο ενεργειακό κοκτέιλ» από τον άνθρωπο τον οποίο οι μυστικές υπηρεσίες ήξεραν ως «Dr. Feelgood» και το Χόλιγουντ ως «Θαυματουργό Μαξ». Ηταν ο δρ Μαξ Γιάκομπσον, γερμανικής καταγωγής, γιατρός πολλών αστέρων αλλά και πολιτικών ηγετών.
Στην πραγματικότητα, αυτό που έκανε ο γιατρός ήταν να δίνει μεθαμφεταμίνη αναμειγμένη με αίμα κατσίκας και προβάτου στους πλούσιους και ισχυρούς εν αγνοία τους, καθώς πίστευαν πως η «θαυματουργή» φόρμουλα του γιατρού, η οποία μπορούσε να δώσει ενέργεια και να λειτουργήσει ως κατασταλτικό σε πόνο κάθε μορφής, ήταν ένα μείγμα διαφόρων βιταμινών. Το ξέφρενο και… γυμνό τρεχαλητό του Κένεντι, μυστικό για περισσότερες από πέντε δεκαετίες, είναι μία από τις πολλές αποκαλύψεις στο βιβλίο των Ρίτσαρντ Λέρτζμαν και Ουίλιαμ Μπιρνς με τίτλο «Dr. Feelgood», σχετικά με τον γιατρό που μετέτρεψε πολλούς από την αμερικανική ελίτ σε ναρκομανείς. Το βιβλίο αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Μάιο.
O καλύτερος πελάτης
Στους πελάτες του «Dr. Feelgood» συγκαταλέγονταν εκτός από τον JFK και η γυναίκα του, Τζάκι, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ, ένας άλλος Αμερικανός πρόεδρος, ο Χάρι Τρούμαν, και σταρ όπως η Μέριλιν Μονρόε, ο Ελβις Πρίσλεϊ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Τζούντι Γκάρλαντ, ο συγγραφέας Τρούμαν Καπότε, ο Φρανκ Σινάτρα, η Ινγκριντ Μπέργκμαν και πολλοί άλλοι.
Ο πιο καλός του πελάτης, ωστόσο, ήταν ο Τζον Κένεντι, ο οποίος έπασχε από αϋπνίες και δυνατούς πόνους στην πλάτη. Θεωρούσε το «κοκτέιλ» του Γιάκομπσον «θαυματουργό», αφού εκτός του ότι τον ανακούφιζε από τους πόνους, του ανέβαζε και τη λίμπιντο. Ως «αυτόματη ευφορία» περιέγραψε σε γραπτό του την επίδραση του κοκτέιλ του γιατρού ο Τρούμαν Καπότε.
«Αισθάνεσαι σαν τον Σούπερμαν. Πετάς. Ιδέες σού έρχονται με την ταχύτητα του φωτός. Μπορείς να συνεχίζεις αδιάκοπα για 72 ώρες χωρίς καφέ… Κι αν θέλεις σεξ, μπορείς να το κάνεις όλη τη νύχτα». Και ο Κένεντι ενδιαφερόταν για το σεξ. Πολύ. Ηρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον δρα Γιάκομπσον το 1960 μέσω ενός κοινού τους φίλου και έκτοτε ο πρόεδρος αναζητούσε τις υπηρεσίες του σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Του έκανε ενέσεις πριν από το ντιμπέιτ του με τον Νίξον και πέταξε μαζί του στη Βιέννη το 1961 όπου θα συμμετείχε σε σύνοδο με τον τότε ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης, Νικίτα Χρουστσόφ. «Ο Γιάκομπσον έδωσε στον Κένεντι 30 mg μεθαμφεταμίνης λίγο πριν από τη συνάντηση, όμως ο Χρουστσόφ άργησε και του έδωσε μία ακόμα δόση», γράφουν οι συγγραφείς. «Οταν έφτασε ο Ρώσος ηγέτης, ο Κένεντι είχε ήδη κάνει τρεις ενέσεις και ήταν αποχαυνωμένος. Τραύλιζε, ίδρωνε κι έχανε τα λόγια του. Οταν τελείωσε η συνάντηση, ο Κένεντι είπε ότι ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής του».
Υστερα από εκείνη την καταστροφική ημέρα, ο αδελφός του προέδρου, Ρόμπερτ, ζήτησε δείγμα του «φαρμάκου» και το έδωσε για ανάλυση στο FBI. Οταν του είπε ότι πρόκειται για μεθαμφεταμίνη, ο Κένεντι απάντησε: «Δεν με νοιάζει κι αν είναι κάτουρο αλόγου, κάνει δουλειά». Μέχρι τον Μάιο του 1962 είχε επισκεφτεί τον Λευκό Οίκο 34 φορές.
Ο «Dr. Feelgood» άρχισε να… κουράρει και την Τζάκι όταν έπεσε σε κατάθλιψη μετά τον δύσκολο τοκετό που είχε όταν γέννησε τον Τζον Τζούνιορ. «Της έδινε τόση αυτοπεποίθηση, που ζητούσε ξανά και ξανά», αποκαλύπτουν οι συγγραφείς.
Μία ακόμα πιστή πελάτισσα ήταν η Μέριλιν Μονρόε. Οταν έπαθε κρίση πανικού, λίγο πριν βγει στη σκηνή να τραγουδήσει το διάσημο πλέον «Happy Birthday, Mr. President» το 1962, ικέτεψε τον δρα Γιάκομπσον για μια δόση. «Της έκανε ένεση στον λαιμό και η Μέριλιν ανέβηκε στη σκηνή σαν να πετούσε. Της έδωσε όμως μεγάλη δόση και μπέρδεψε τα λόγια της».
Μεγάλη δόση όμως έδωσε και στην Τέιλορ στα γυρίσματα της «Κλεοπάτρας», τόσο μεγάλη μάλιστα που παραλίγο να τη σκοτώσει, ισχυρίζονται οι συγγραφείς, ενώ ο Ελβις Πρίσλεϊ άρχισε να παίρνει το «φάρμακο» ύστερα από εντολή του μάνατζέρ του, απόστρατου συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ.
«Ομως ο Ελβις σιχαινόταν την κατάθλιψη στην οποία έπεφτε όταν έφευγε η επίδραση του ναρκωτικού», γράφουν οι Λέρτζμαν και Μπιρνς «και αποφάσισε να σταματήσει. Ηταν η μοναδική φορά που παράκουσε τον Πάρκερ».
Πριν από τους πελάτες του έκανε πειράματα σε ζώα και… στον εαυτό του
Ο Μαξ Γιάκομπσον γεννήθηκε το 1900 στο Βερολίνο και σπούδασε Ιατρική. Αρχισε να πειραματίζεται με διάφορα μείγματα φαρμάκων στις αρχές της δεκαετίας του ’30, την ίδια εποχή που δεχόταν συμβουλές από τον Καρλ Γιουνγκ, ο οποίος τον «ενέπνευσε να πειραματιστεί με ψυχοτρόπα φάρμακα», όπως γράφουν στο βιβλίο τους οι Λέρτζμαν και Μπιρνς. Κάνοντας πειράματα σε «ζώα, ασθενείς και στον εαυτό του», ο Γιάκομπσον αναζητούσε τρόπους να αναμείξει φάρμακα με ένζυμα, πλακούντα ζώων και μικρές ποσότητες ορμονών, πιστεύοντας πως αυτά τα φάρμακα όχι μόνο θα θεράπευαν ασθένειες, αλλά θα επανόρθωναν και κύτταρα».
Τελικά, ο γιατρός κατέληξε στο κοκτέιλ μεθαμφεταμίνης με αίμα κατσίκας και προβάτου, το οποίο και τράβηξε την προσοχή του ναζιστικού καθεστώτος, που θέλησαν τη φόρμουλα. Ο Γιάκομπσον, που ήταν Εβραίος, δεν μπορούσε να την αρνηθεί και σε αντάλλαγμα μπόρεσε να φύγει από τη χώρα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.
Χρόνια αργότερα, δήλωσε πως το κοκτέιλ του το έδιναν οι ναζί στους στρατιώτες, ενώ πίστευε πως κι ο Αδόλφος Χίτλερ και η ερωμένη του εξαρτήθηκαν σταδιακά από το κοκτέιλ. Στη Νέα Υόρκη, άνοιξε ιατρείο στο Μανχάταν με ειδικότητα στη γηριατρική, ακολουθώντας διάφορες τεχνικές ανάπλασης κυττάρων για τις οποίες χρησιμοποιούσε μαγνήτες, φώτα, ορμονικές κρέμες κι ενέσεις, οι οποίες έγιναν και το μεγάλο του… σουξέ, επειδή προκαλούσαν ευφορία κι ενέργεια (που διαρκούσε έως και 24 ώρες). Γρήγορα άρχισαν να τον επισκέπτονται διάσημοι απ’ όλους τους χώρους, τόσο του θεάματος όσο και της πολιτικής και της διανόησης.
Οι διάσημοι ασθενείς του ξεπερνούσαν τους 100, σύμφωνα με μια παλιότερη έρευνα της εφημερίδας «New York Times», που ήταν και η πρώτη που αποκάλυψε τη δράση του στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Μέχρι τα τέλη του ’60, η συμπεριφορά του Γιάκομπσον άρχισε να γίνεται απρόβλεπτη, αφού έκανε και ο ίδιος χρήση του κοκτέιλ του, ενώ παραλίγο να σκοτώσει και τη γυναίκα του Νίνα από υπερβολική δόση. Αρχισε να δουλεύει 24 ώρες το 24ωρο, βλέποντας τουλάχιστον 30 ασθενείς την ημέρα. Οι πιο καλοί του πελάτες τού τηλεφωνούσαν ή του έστελναν τηλεγραφήματα με τα συμπτώματά τους και ο Γιάκομπσον τους έστελνε φιαλίδια και βελόνες χωρίς καν να τους δει.
Το 1969, ένας από τους πελάτες του, ο πρώην προεδρικός φωτογράφος Μαρκ Σο, πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 47 ετών. Η αυτοψία έδειξε πως πέθανε από «συστηματική δηλητηρίαση με μεθαμφεταμίνη». Κατά τις ανακρίσεις, το προσωπικό του Γιάκομπσον παραδέχτηκε πως αγόραζε τεράστιες ποσότητες αμφεταμινών για να μπορούν να χορηγούν έως και 100 δόσεις την ημέρα. Αγόραζαν κατά μέσο όρο 1.270 βελόνες την εβδομάδα και 650 σύριγγες. Ο ίδιος ο γιατρός ισχυριζόταν τότε ότι ο Σο πέθανε από ένα χτύπημα στο κεφάλι – ισχυρισμός εντελώς αβάσιμος, αφού η αυτοψία δεν βρήκε καμία τέτοια ένδειξη.
Τελικά το Γραφείο Ναρκωτικών κι Επικίνδυνων Ουσιών κατάσχεσε τις προμήθειες του γιατρού και ανακλήθηκε η ιατρική του άδεια το 1975. Ο Γιάκομπσον επιχείρησε να πάρει πίσω την άδεια του τέσσερα χρόνια αργότερα, όμως δεν τα κατάφερε, επειδή δεν θεωρήθηκε «έτοιμος να ασκήσει και πάλι την Ιατρική». Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1979.