«Η λιτότητα παγιδεύει χώρες, όπως την Ελλάδα, σε ένα φαύλο κύκλο. Χωρίς ανάπτυξη, οι χώρες αυτές δεν μπορούν να γλιτώσουν από τα δημοσιονομικά ελλείμματά τους», δήλωσε ο υποψήφιος των αντιπολιτευόμενων Γερμανών σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία Πέερ Στάινμπρουκ όταν ερωτήθηκε για την παραδοχή του προέδρου της Επιτροπής της Ε.Ε. Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο ότι η Ευρώπη έφθασε πιθανόν στα όρια της όσον αφορά τις περιοριστικές πολιτικές.
Στο μεταξύ, οι Financial Times έγραψαν πως την ίδια ώρα η συντηρητική καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ πιέζεται να στηρίξει τη χαλάρωση των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και τις αυξήσεις φόρων στην περιφέρεια της ευρωζώνης ενώ η αποτελεσματικότητα των μέτρων λιτότητας έχει γίνει θέμα στην εκλογική ατζέντα της χώρας.
Στην εκστρατεία εν όψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, η Μέρκελ κινδυνεύει να συνθλιβεί μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), που ζητάει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ανάπτυξη, και ενός νέου κόμματος εναντίον του ευρώ που υποστηρίζει την επιστροφή στο γερμανικό μάρκο, σημειώνει το δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Financial Times.
Η αλλαγή του ανέμου στη συζήτηση για τη λιτότητα φαίνεται ότι έχει ενθαρρύνει το SPD να επικρίνει την εμμονή της καγκελαρίου στα φιλόδοξα προγράμματα λιτότητας, παρά τη βαθιά ύφεση σε μεγάλο μέρος της Νότιας Ευρώπης.
Ο εκπρόσωπος του SPD για την οικονομία Ουμπέρτους Χάιλ δήλωσε: «Όταν ο Γκέρχαρντ Σρέντερ (ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας) προωθούσε το 2003 και το 2004 τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, δεν μείωνε ταυτόχρονα το έλλειμμα».
Παράλληλα με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, δήλωσε ο κ. Χάιλ, η Ευρώπη χρειάζονται περισσότερες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, μαζί με μία αύξηση της εγχώριας ζήτησης στη Γερμανία μέσα από την αύξηση των μισθών.
Ταυτόχρονα, σημειώνουν οι Financial Times, το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) που είναι κατά του ευρώ, έχει δυναμική. Ακόμη και αν δεν καταφέρει να ξεπεράσει το όριο του 5% που χρειάζεται για να εισέλθει στη Βουλή, μπορεί να «κλέψει» αρκετές ψήφους από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) της κυρίας Μέρκελ, καθώς και το συμμαχικό κόμμα της των Φιλελευθέρων (FDP), αναγκάζοντάς την σε μεγάλο συνασπισμό με το SPD.