Τα εργατικά σωματεία που εκπροσωπούν τους Ιρλανδούς εκπαιδευτικούς θα θέσουν σε ψηφοφορία τον επόμενο μήνα την πιθανότητα απεργιακών κινητοποιήσεων του κλάδου, σε περίπτωση που η κυβέρνηση επιμείνει στην απειλή της να μειώσει μονομερώς τις αποδοχές τους.
Η πλειονότητα των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα απέρριψε αυτή την εβδομάδα το νέο μισθολόγιο, υπονομεύοντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης να εφαρμόσει περικοπές διατηρώντας τις ίδιες εργασιακές συνθήκες, σε μία προσπάθεια να απαγκιστρωθεί εντός του έτους από τη δανειακή συμφωνία που έχει συνάψει με την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Η σύμβαση για τη μισθοδοσία που απορρίφθηκε – και θα είχε τριετή ισχύ με στόχο να εξοικονομηθεί άλλο 1 δισ. ευρώ – προτείνει την μείωση των υψηλότερων αποδοχών, περισσότερες ώρες εργασίας και περικοπές στα επιδόματα.
Οι τρεις μεγαλύτερες συνδικαλιστικές ενώσεις των Ιρλανδών εκπαιδευτικών, που αντιπροσωπεύουν 66.000 μέλη, ή περίπου το ένα τέταρτο των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα, έστειλαν ένα πρώτο μήνυμα σύγκρουσης σήμερα, ενώ η κυβέρνηση προσπαθεί να κάνει το επόμενο βήμα.
«Οι προτάσεις πλήττουν χειρότερα τους ωρομίσθιους και τους χαμηλότερα αμειβόμενους, είναι αναχρονιστικές και τώρα, όπως τους αξίζει, απορρίπτονται», διεμήνυσε ο ΓΓ της Διδασκαλικής Ένωσης της Ιρλανδίας Τζον ΜακΓκάμπχαν, απορρίπτοντας αναφανδόν τη σύμβαση.
«Ήδη έχουμε μία σύμβαση μισθοδοσίας και θα συνεχίσουμε να την τηρούμε. Αναμένουμε από την κυβέρνηση να πράξει το ίδιο. Εάν επιλέξει να μην το κάνει τότε θα λάβουμε οποιαδήποτε δράση είναι αναγκαία», πρόσθεσε.
Ο επικεφαλής της Ιρλανδικής Εθνικής Διδασκαλικής Οργάνωσης, που απέρριψε τη σύμβαση με διαφορά δύο προς ένα, ανακοίνωσε πως η δράση αυτή θα περιλαμβάνει και τις απεργιακές κινητοποιήσεις.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει πως η μόνη εναλλακτική πρόταση από το νέο μισθολόγιο που απομένει είναι η οριζόντια περικοπή ενός 7% από τους μισθούς και επιμένει πως θα πρέπει να βρεθούν τα χρήματα που πρέπει να εξοικονομηθούν και πως ήδη 300 εκατ. ευρώ έχουν εγγραφεί στον φετινό προϋπολογισμό.
Ωστόσο, οι αναλυτές υπογραμμίζουν πως η απειλή της απεργίας και η επισφαλής θέση του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, του Εργατικού Κόμματος, που φύσει βρίσκεται εγγύτερα προς τα συνδικάτα και που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις βρίσκεται σε πτώση, ενδέχεται να αναγκάσουν την κυβέρνηση να καθίσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.