«Όταν ήμουν εννιά ετών, και ξεκινούσε η κρίση των σχολικών λεωφορείων του 1974, περνούσα με τους γονείς μου και τον αδελφό μου από τη νότια Βοστώνη για να πάω στο Ντόρτσεστερ, όπου μέναμε. Στο Ουεστ Μπρόντγουεϊ παγιδευτήκαμε σε μια από τις πιο τρομακτικές συγκεντρώσεις που έχω δει ποτέ μου. Ο κόσμος έκαιγε ομοιώματα του δικαστή Αρθουρ Γκάριτι, του γερουσιαστή Εντουαρντ Κένεντι και του δημάρχου Κέβιν Ουάιτ και οι φλόγες καθρεφτίζονταν στα παράθυρα της Σεβρολέτ του πατέρα μου . Το πλήθος ήταν έξαλλο. Η λογική απουσίαζε. Το μόνο που υπήρχε ήταν οργή».
O αμερικανός συγγραφέας Ντένις Λιχέιν με την περιγραφή αυτή στους New York Times αναφέρεται στις ταραχές που σημειώθηκαν στη Βοστώνη από το 1974 ως το 1988, όταν ο δικαστής Αρθουρ Γκάριτι διέταξε τα δημόσια σχολεία της περιοχής να καταργήσουν τις φυλετικές διακρίσεις. Και το κάνει τώρα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στον Μαραθώνιο, για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή εκείνη τη νύχτα είδε τι σημαίνει παροξυσμός οργής, ένα συναίσθημα που κινείται πέρα από τη λογική, πέρα από τη δυνατότητα διαλόγου και συμφιλίωσης.
Δεύτερον, επειδή όταν μιλά για την αγάπη του γι’ αυτή την πόλη, ξέρει πολύ καλά τι εννοεί, έχει γνωρίσει από πρώτο χέρι τις αμαρτίες της.
Κι όμως την αγαπά. Αγαπά το σύνδρομο κατωτερότητας των κατοίκων απέναντι στη Νέα Υόρκη, αγαπά τον παραλογισμό του συστήματος των δρόμων, αισθάνεται μια άγρια απόλαυση κάθε φορά που παίρνει το μετρό τον χειμώνα και ο κλιματισμός είναι στο φουλ ή το καλοκαίρι και η ζέστη είναι αποπνικτική.
Στους Βοστωνέζους δεν αρέσουν τα εύκολα πράγματα, τους αρέσουν οι προκλήσεις.
Δύο φίλοι του συγγραφέα τού έστειλαν την επομένη του μακελειού το ίδιο ακριβώς μήνυμα: «Λάθος πόλη διάλεξαν». Δεν εννοούσαν ότι οι κάτοικοι θα μαζευτούν στα καφενεία του Σάουθ Εντ για να μελετήσουν τι αντίποινα θα λάβουν για να εκδικηθούν τους τρομοκράτες. Αυτό είναι δουλειά των αρχών. Αυτό που εννοεί ένας Βοστωνέζος όταν λέει ότι «λάθος πόλη διάλεξαν» είναι ότι «φαντάζομαι πως ξέρουν ότι δεν θα αλλάξει τίποτα».
Καμιά ατομική ελευθερία δεν θα παραβιαστεί ως αποτέλεσμα των επιθέσεων, αυτό εννοούν οι φίλοι του Ντένις Λιχέιν.
Δεν πρόκειται να ακυρωθεί ο επόμενος Μαραθώνιος.
Οι κάτοικοι δεν θα τρέξουν να αγοράσουν όπλα για να προετοιμαστούν για την επόμενη επίθεση.
Όταν ο διαταραγμένος ένοχος συλληφθεί, οι κάτοικοι θα φροντίσουν να μάθουν ποια άρρωστη ιδεολογία τον έσπρωξε να κάνει αυτό που έκανε και θα συνεχίσουν τη ζωή τους.
Μισή ώρα μετά τις επιθέσεις, ο συγγραφέας διέσχισε τον δρόμο του Μαραθωνίου τρία χιλιόμετρα μακριά από τις εκρήξεις για να ταχυδρομήσει τη φορολογική του δήλωση. Ηξερε πολύ καλά τι θα συναντούσε.
Τα καφενεία ήταν γεμάτα. Ο κόσμος ήταν πολύ θερμός. Πολλοί κοιτούσαν τα κινητά τους παρόλο που ήξεραν ότι οι υπηρεσίες είχαν προσωρινά διακοπεί.
Μια άστεγη σε ένα παγκάκι ρώτησε τον συγγραφέα: «Τους έπιασαν τους μπάσταρδους;» Εκείνος απάντησε ότι δεν ξέρει. «Θα τους πιάσουν, θα τους πιάσουν», είπε εκείνη.
Λίγα τετράγωνα πιο κάτω, είδε μια νεαρή γυναίκα που έκλαιγε. Τη ρώτησε αν είναι εντάξει, είπε ναι. Τη ρώτησε αν μπορεί να κάνει κάτι για κείνη, είπε όχι.
Ύστερα πήγε σπίτι και προσπάθησε να εξηγήσει στην τετράχρονη κόρη του γιατί ο μπαμπάς και η μαμά ήταν τόσο αναστατωμένοι. Δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να της δώσει να καταλάβει γιατί κάποιοι κακοί άνθρωποι κάνουν τόσο κακά πράγματα.
Η κόρη του τον ρώτησε αν οι κακοί άνθρωποι μοιάζουν μ’ εκείνη την κακιά γυναίκα που την κτύπησε στο κεφάλι με τη βαλίτσα της την τελευταία φορά που πήραν το αεροπλάνο και δεν της ζήτησε συγγνώμη.
Εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι οι κακοί άνθρωποι είναι πολύ χειρότεροι και η μικρή τον ρώτησε αν θα την κτυπήσουν στο κεφάλι την επόμενη φορά που θα βγει στο δρόμο. Της υποσχέθηκε πως δεν θα συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά ποιος ξέρει;…
Οι κακοί άνθρωποι περιμένουν να μας κτυπήσουν στο κεφάλι. Θέλουν να κλονίσουν την πεποίθησή μας ότι στον κόσμο αυτό οι άνθρωποι πρέπει να ζουν χωρίς φόβο.
Όταν όμως οι περαστικοί έτρεξαν μετά την πρώτη έκρηξη να βοηθήσουν τα θύματα, χωρίς να σκεφτούν δευτερόλεπτο τη δική τους ασφάλεια, οι τρομοκράτες είχαν ήδη χάσει.