Με εκρήξεις βομβών στις κυριότερες πόλεις της Κύπρου, που αιφνιδίασε τις βρετανικές Αρχές αλλά και τον κυπριακό λαό, άρχισε σαν σήμερα, πριν εξήντα χρόνια, στην μεγαλόνησο ο αγώνας της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ). Στόχος ήταν η ένωση με την Ελλάδα, που φώλιαζε από παλιά στις καρδιές και διατρανώθηκε με το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950. Το αίτημα συγκέντρωσε το εκπληκτικό ποσοστό 95,7% του εκλογικού σώματος. Υπέρ της ένωσης υπέγραψαν και αρκετοί Τουρκοκύπριοι.
Την 1η Απριλίου του 1955 κυκλοφόρησε το πρώτο φυλλάδιο του Κύπριου στρατιωτικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεωργίου Γρίβα -Διγενή, πρώην αρχηγού της αντικομμουνιστικής Οργάνωσης «Χ» στην Ελλάδα. Πολιτικός ηγέτης ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, ο οποίος είχε αρχικά δισταγμούς. Τελικά συναίνεσε το 1954, με τον όρο ότι οι επιθέσεις θα γίνονταν κατά των βρετανικών εγκαταστάσεων χωρίς ανθρώπινα θύματα.
Ορόσημο για την οργάνωση της ΕΟΚΑ ήταν η «ορκωμοσία των Αθηνών», στις 7 Μαρτίου 1953.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Πέτρο Παπαπολυβίου, οι πρώτες συζητήσεις για ένοπλη αντίσταση εναντίον της βρετανικής κατοχής έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ανάμεσα στους κύκλους των λίγων, αλλά δικτυωμένων στα κέντρα αποφάσεων, Κυπρίων της Αθήνας.
Πρωταγωνιστές ήταν η οικογένεια Κύρου, της «Εστίας», και οι αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, δικηγόροι από το Δίκωμο και εξόριστοι των Βρετανών: ο πρώτος των Οκτωβριανών του 1931 κι ο δεύτερος του Φεβρουαρίου 1950.
Το 1951, οι σκέψεις για ένοπλο αγώνα πήραν οριστικό χαρακτήρα με την προσέγγιση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, γνώριμου του Σωκράτη Λοϊζίδη από τα γυμνασιακά χρόνια στο Παγκύπριο.
Ακολούθησε η προσέγγιση του τέως υπουργού Γεώργιου Στράτου και τον Μάιο του 1951, του συνταγματάρχη Γεώργιου Γρίβα και του αντισυνταγματάρχη Ηλία Αλεξόπουλου.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή συμπληρώθηκε με νέα μέλη, τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Γεράσιμο Κονιδάρη, τον στρατηγό Νικόλαο Παπαδόπουλο (Παππού), εμβληματική μορφή της «μάχης της Φλώρινας» στον Εμφύλιο, τον δικηγόρο Αντώνιο Αυγίκο, τον καθηγητή της Νομικής Σχολής Δημήτρη Βεζανή και τους Ηλία Τσατσόμοιρο και Δ. Σταυρόπουλο.
Οι προσπάθειες επισημοποιήθηκαν στις 7 Μαρτίου 1953 με την ορκωμοσία για την ανάληψη αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου, που έγινε ενώπιον του Μακαρίου στο σπίτι του καθηγητή Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού 36Β, στα Εξάρχεια.
Εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό οι Στράτος, Κονιδάρης, Βεζανής, οι αδελφοί Λοϊζίδη, ο στρατηγός Παπαδόπουλος, ο συνταγματάρχης Γρίβας και οι Αλεξόπουλος, Τσατσόμοιρος, Σταυρόπουλος.
Στο τελετουργικό της ορκωμοσίας προφανές πρότυπο ήταν η Φιλική Εταιρεία και η επανάσταση του 1821.
Όπως γράφει ο Κονιδάρης, η απόφαση για την ορκωμοσία λήφθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 1953, όταν είχε προχωρήσει η προετοιμασία του αγώνα από άποψη αποστολής όπλων και οργάνωσης στην Κύπρο.
Η ορκωμοσία έγινε σε έντονο κλίμα συγκίνησης. Ο Αρχιεπίσκοπος έβαλε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς και ανέγνωσε τον όρκο, φράση με φράση, τον οποίο επαναλάμβαναν οι παριστάμενοι που είχαν θέσει τα χέρια τους στο Ευαγγέλιο, μια Καινή Διαθήκη που επιλέχθηκε πρόχειρα από τη βιβλιοθήκη του Κονιδάρη: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοούσιου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρνων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ότι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου…»
Με την έναρξη του αγώνα την 1η Απριλίου του 1955 το φυλλάδιο του Γρίβα προς τον Ελληνικό Κυπριακό λαό ανέφερε:
«Με την βοήθειαν του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου του Ελληνισμού και με την Βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα δια την αποτίναξιν του Αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίον μας κατέλιπαν οι προγονοί μας ως ιεράν παρακαταθήκην: “Η τάν ή επί τας”. Αδελφοί Κύπριοι, από τα Βάθη των αιώνων μας ατενίζουν όλοι εκείνοι οι οποίοι ελάμπρυναν την Ελληνικήν Ιστορίαν, δια να διατηρήσουν την ελευθερίαν των: οι Μαραθωνομάχοι, οι Σαλαμινομάχοι, οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα και οι νεώτεροι του Αλβανικού έπους. Μας ατενίζουν οι αγωνισταί του 1821,οι οποίοι και μας εδίδαξαν ότι η απελευθέρωσις από τον ζυγόν δυνάοτου αποκτάται πάντοτε με το αίμα. Μας ατενίζει ακόμη σύμπας ο Ελληνισμός, ο οποίος και μας παρακολουθεί με αγωνίαν, αλλά και με εθνικήν υπερηφάνειαν. Ας απαντήσωμεν με έργα, ότι θα γίνωμεν “πολλώ κάρρονες” τούτων. Είναι καιρός να δείξωμεν εις τον κόσμον, ότι εάν η διεθνής διπλωματία είναι άδικος και εν πολλοίς άνανδρος, η Κυπριακή ψυχή είναι γενναία. Εάν οι δυνάσται μας δεν θέλουν να αποδώσουν την λευτεριά μας, μπορούμε να την διεκδικήσωμεν με τα ίδια μας τα χέρια και με το αίμα μας. Ας δείξωμεν εις τον κόσμον ακόμη μίαν φοράν ότι και του “σημερινού Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει”. Ο αγών θα είναι σκληρός. Ο δυνάστης διαθέτει τα μέσα και τον αριθμόν. Ημείς διαθέτομεν την ψυχήν, έχομεν και το δίκαιον με το μέρος μας.
Διεθνείς διπλωμάται, ατενίσατε το έργον σας. Είναι αίσχος εν εικοστώ αιώνι, οι λαοί να χύνουν το αίμα των δια να αποκτήσουν την λευτεριά των, το θείον αυτό δώρον, για το οποίον και εμείς επολεμήσαμεν παρά το πλευρόν των λαών σας, και για το οποίον σεις τουλάχιστον διατείνεσθε ότι επολεμήσατε εναντίον του ναζισμού και του φασισμού. Έλληνες, όπου και αν ευρίσκεσθε,ακούσατε την φωνήν μας: Εμπρός, όλοι μαζί για την λευτεριά της Κύπρου μας, Ο Αρχηγός Διγενής».
Οι αγωνιστές, πριν γίνουν μέλη της ΕΟΚΑ, έδιναν όρκο με τον οποίο δεσμεύονταν ότι θα αγωνιστούν με όλες τους τις δυνάμεις για την απελευθέρωση της Κύπρου. Ο όρκος ήταν:
«Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας Τριάδος ότι:
Θα αγωνισθώ με όλας μου τας δυνάμεις δια την απελευθέρωσιν της Κύπρου από τον Αγγλικόν ζυγόν, θυσιάζων και αυτήν την ζωήν μου.
– Δεν θα εγκαταλείψω τον αγώνα υπό οιονδήποτε πρόσχημα παρά μόνον όταν διαταχθώ υπό του Αρχηγού της Οργανώσεως και αφού εκπληρωθή ο σκοπός του αγώνος.
– Θα πειθαρχήσω απολύτως εις τας διαταγάς του Αρχηγού της Οργανώσεως και μόνον τούτου.
– Συλλαμβανόμενος θα τηρήσω απόλυτον εχεμύθειαν τόσον επί των μυστικών της Οργανώσεως όσον και επί των ονομάτων των συμμαχητών μου, έστω και εάν βασανισθώ δια να ομολογήσω.
– Δεν θα ανακοινώ εις ουδένα διαταγήν της Οργανώσεως ή μυστικόν το οποίον περιήλθεν εις γνώσιν μου παρά μόνον εις εκείνους δι’ους έχω εξουσιοδότησιν υπό του Αρχηγού της Οργανώσεως.
– Τας πράξεις μου θα κατευθύνη μόνον το συμφέρον του αγώνος και θα είναι απηλλαγμέναι πάσης ιδιοτέλειας ή κομματικού συμφέροντος».
Ο κυβερνήτης της Κύπρου Άρμιτεϊτζ ανησύχησε σοβαρά για την έναρξη δυναμικού Αγώνα από την ΕΟΚΑ προς απελευθέρωση της Κύπρου. Λίγους μήνες μετά αντικαταστάθηκε από τον Σερ Τζον Χάρντιγκ.
Για την έκπληξη, που η ΕΟΚΑ προκάλεσε στη βρετανική κυβέρνηση, ο Χάρολντ Μακμίλλαν, υπουργός των Εξωτερικών της Βρετανίας, γράφει στα απομνημονεύματα του: «Το Υπουργείον Αποικιών εφαίνετο κάπως έκπληκτον και κάπως στενοχωρημένον δι’ αυτήν την εξέλιξιν. Αλλ’ ήτο φανερόν ότι το σύστημα πληροφοριών και ασφαλείας εις την νήσον ήτο ελαττωματικον».
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγραψε στον Διγενή μετά τα γεγονότα της 1ης Απριλίου: «Σας στέλλω τις θερμότερες ευχές μου και τα ειλικρινή μου συγχαρητήρια. Χίλιες φορές εύγε! Οι κατακτηταί αντιλαμβάνονται ότι μπήκαμε σε σοβαρόν στάδιον αγώνος».
Στις ηρωικές πράξεις της 1ης Απριλίου, η ΕΟΚΑ έχασε το πρώτο της παλληκάρι, τον Μόδεστο Παντελή, από το Λιοπέτρι. Πέθανε από ηλεκτροπληξία στην προσπάθεια του ν’ αποκόψει ηλεκτροφόρα σύρματα, για να επέλθει συσκότιση και να δράσουν πιο αποτελεσματικά οι ομάδες της ΕΟΚΑ στην Αμμόχωστο.
Κατά την έναρξη του Αγώνα, ο οπλισμός της ΕΟΚΑ ήταν πολύ περιορισμένος. Χρησιμοποιήθηκαν τα όπλα, τα οποία είχαν φτάσει στην Κύπρο, από την Ελλάδα, τον Μάρτιο του 1954. Αργότερα έφτασαν άλλα όπλα με διάφορους τρόπους.
Τη φροντίδα για την αποστολή όπλων στην Κύπρο από την Ελλάδα είχαν φίλοι και συνεργάτες του Διγενή στην Αθήνα. Μεγάλη ήταν η συμβολή του Κύπριου Ανδρέα Αζίνα. Οι δυσκολίες ήταν πάρα πολλές.
Στις 22 Ιανουαρίου 1956, η ΕΟΚΑ ενίσχυσε τον οπλισμό της με 800 περίπου κυνηγετικά όπλα, που μέλη της είχαν αφαιρέσει από τους ιδιοκτήτες τους σε ολόκληρη την Κύπρο.
Ένας άλλος τρόπος, με τον οποίο η ΕΟΚΑ ενισχύθηκε με όπλα και άλλο πολεμικό υλικό, ήταν η επιτόπια κατασκευή τους. Υπήρχαν ειδικά εργαστήρια γι’ αυτό τον σκοπό, που λειτουργούσαν στη Λευκωσία, στη Λεμεσό, στην Πάφο, στην Αμμόχωστο και σε μερικές κωμοπόλεις και χωριά.
Ο αριθμός των βρετανικών δυνάμεων που αντιμετώπιζαν την ΕΟΚΑ κυμαινόταν από 12.000 άνδρες το φθινόπωρο του 1955, έως πάνω από 34.000 ένα χρόνο αργότερα. Αργότερα, το 1957, και όταν η ΕΟΚΑ είχε κηρύξει ανακωχή, ο αριθμός μειώθηκε αισθητά. Στα τέλη του 1958 εποχή νέας κορύφωσης της σύγκρουσης, υπήρχαν περί τους 30.000 στρατιώτες.
Οι αριθμοί δείχνουν ότι πάρα και την ύπαρξη της επικουρικής αστυνομίας και άλλων μέσων, οι Βρετανοί αδυνατούσαν να εξαρθρώσουν την ΕΟΚΑ.
Οι αγγλικές αρχές προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξαρθρώσουν την ΕΟΚΑ, τα μέλη της οποίας αποκαλούν «τρομοκράτες».
Κάνουν συλλήψεις, επιβάλλουν πρόστιμα ατομικά και ομαδικά, κατασκευάζουν κρατητήρια για πολιτικούς κρατουμένους, καταδικάζουν αγωνιστές σε πολυετείς φυλακίσεις, χρησιμοποιούν άφθονο χρήμα για διαφθορά συνειδήσεων, καταφεύγουν σε φρικτά Βασανιστήρια των συλλαμβανομένων, εφαρμόζουν τον δι’ αγχόνης θάνατο αγωνιστών.
Από τις 15 Ιουλίου 1955, μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου 1959, 3.300 περίπου Έλληνες της Κύπρου έζησαν κρατούμενοι για μήνες ή χρόνια στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, στο φρούριο της Κερύνειας και σε ειδικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, που κατασκευάστηκαν γι’ αυτό το σκοπό στην Κοκκινοτρομιθιά, στην Πύλα, στο Μάμμαρι και στο Πολέμι.
Πολιτικοί κρατούμενοι υπήρξαν άνδρες και γυναίκες, λαϊκοί και κληρικοί, εκπαιδευτικοί και μαθητές, αγρότες και εργάτες, γιατί θεωρήθηκαν ύποπτοι για συμμετοχή στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Πάρα πολλοί κατέληξαν στα κρατητήρια ύστερα από απάνθρωπα και πολυήμερα βασανιστήρια.
Σημαντικά μέλη της ΕΟΚΑ ήταν οι Κυριάκος Μάτσης, Γρηγόρης Αυξεντίου, Μάρκος Δράκος, Ευαγόρας Παλληκαρίδης, Στυλιανός Λένας, Ανδρέας Ζάκος, Μιχαλάκης Καραολής, Ανδρέας Παναγίδης, Ιάκωβος Πατάτσος, Μιχάλης Κουτσόφτας, Χαράλαμπος Μούσκος, Ελενίτσα Σεραφείμ-Λοϊζου, Χρίστος Τσιάρτας, Σάββας Ροτσίδης, Ανδρέας Αζίνας, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, Τάσσος Παπαδόπουλος, Βάσσος Λυσσαρίδης, Νίκος Σαμψών.
Η έναρξη και η διεξαγωγή του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ δεν βρήκαν σύμφωνους τους Τουρκοκύπριους.
Μετά τα γεγονότα της 1ης Απριλίου 1955, ο γραμματέας του Τουρκοκυπριακού Εθνικού Κόμματος Φαζίλ Κουτσιούκ καταδίκασε τη δράση της ΕΟΚΑ. Η ΕΟΚΑ διαβεβαίωσε με φυλλάδιό της, που κυκλοφόρησε σε τουρκική γλώσσα τον Ιούλιο του 1955, στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, ότι ο Αγώνας που διεξάγει δεν στρέφεται εναντίον των Τουρκοκυπρίων, αλλά εναντίον του Άγγλου κυριάρχου.
Η ηγεσία του ΑΚΕΛ, του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου, χρησιμοποίησε βαρείς χαρακτηρισμούς για τον αρχηγό της ΕΟΚΑ και τους ηρωικούς αγωνιστές της και στάθηκε συνειδητά αντιμέτωπη στον απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-1959.
Στις 22 Απριλίου 1955, η εφημερίδα του ΑΚΕΛ «Νέος Δημοκράτης» χαρακτήριζε τον Αγώνα της ΕΟΚΑ «ύποπτο», τον αρχηγό της «Ψευτοδιγενή», τους αγωνιστές«παλληκαράδες» και«μασκαρεμένους ελευθερωτές».
Οι πιο πάνω θέσεις του ΑΚΕΛ δεν είχαν απήχηση σε αρκετά μέλη και οπαδούς του κόμματος αυτού. Μερικοί μάλιστα αριστεροί είχαν ενεργό συμμετοχή στον Αγώνα της ΕΟΚΑ. Το ΑΚΕΛ, τον Μάρτιο του 1957 αναθεώρησε τη στάση του έναντι του απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Η στάση της ΕΟΚΑ έναντι του ΑΚΕΛ φαίνεται καθαρά από φυλλάδια, που κυκλοφορούσε για ενημέρωση του λαού. Σε αυτά τόνιζε ότι διεξάγει απελευθερωτικό αγώνα, ο οποίος στρέφεται αποκλειστικά εναντίον των Άγγλων αποικιοκρατών.
Από την αρχή του Αγώνα οι Άγγλοι επιδίωξαν ν’ ανακαλύψουν ποιος κρύβεται πίσω από το ψευδώνυμο Διγενής, που δήλωνε ότι είναι ο αρχηγός της ΕΟΚΑ. Την απορία τους έλυσε στις 24 Απριλίου 1955 ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίος, σε ομιλία του από τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα», ανέφερε ότι αρχηγός της ΕΟΚΑ είναι ο Κύπριος συνταγματάρχης Γεώργιος Γρίβας.
Το Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας των Αθηνών με πύρινες εκπομπές του ενίσχυε σημαντικά το εθνικό φρόνημα των αγωνιζομένων για την ελευθερία τους Κυπρίων.
Η Ακαδημία Αθηνών, αναγνωρίζοντας τη συμβολή του λαού στον αγώνα της ελευθερίας της Κύπρου, του απένειμε στις 20 Μαρτίου 1957 το χρυσό της μετάλλιο με συνοδευτικό ψήφισμα, που έλεγε: «Η Ακαδημία Αθηνών αποφάσισε στις 20 Μαρτίου του 1957, ημέρα Πέμπτη, να τιμήσει με το χρυσό της παράσημο τον αθλοφόρο λαό της Ελληνικής Κύπρου, ο οποίος επέδειξε μέγα σθένος και πολλά υποφέρει, ο οποίος σηκώνει το Βάρος ενός θανατηφόρου, ξακουστού αγώνα για την ελευθερία και ο οποίος με σκληρούς, αλλά ένδοξους άθλους αναδείχθηκε άξιος της Ελλάδος, και να του ευχηθεί γρήγορη και γλυκιά αμοιβή των μόχθων και των κινδύνων, κερδίζοντας λαμπρή νίκη και δόξα».
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος για την ενεργό συμμετοχή του στον Αγώνα εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες μαζί με τον Μητροπολίτη Κυρήνειας Κυπριανό, τον Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου, πρωθιερέα του ιερού ναού Φανερωμένης Λευκωσίας, και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη, γραμματέα της Μητροπόλεως Κυρήνειας.
Μετά τις εκρήξεις της 1ης Απριλίου, οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις τέθηκαν σε επιφυλακή. Από τη νύκτα της 6ης Απριλίου 1955, ένοπλοι Βρετανοί στρατιώτες μετακινήθηκαν στις κύριες πόλεις της Κύπρου και μαζί με αστυνομικούς περιπολούσαν για την τήρηση του νόμου και της τάξης.
Στις 30 Ιουνίου 1955, ο Βρετανός πρωθυπουργός Άντονι Ίντεν ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η βρετανική κυβέρνηση προσκάλεσε τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Λονδίνο για μια Τριμερή Διάσκεψη.
Η Τριμερής Διάσκεψη κατέληξε σε αποτυχία. Ο αγώνας της ΕΟΚΑ έληξε το 1959 με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είχε προηγηθεί το 1958, η συνέντευξη του Μακαρίου στη βουλευτή του Εργατικού κόμματος της Βρετανίας Μπάρμπαρα Κάσολ, υπέρ της λύσης της Ανεξαρτησίας.
Το 1959 ο Μακάριος εξελέγη πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στο αξίωμα αυτό παρέμεινε μέχρι τον θάνατο του το 1977. Λόγω της εγκατάλειψης της ένωσης, οι σχέσεις του με τον Γρίβα ήταν τεταμένες. Ακολούθησαν οι δικοινοτικές ταραχές του 1963, όταν ο Μακάριος ζήτησε την τροποποίηση 13 άρθρων του Συντάγματος, τα αιματηρά γεγονότα κατά του τουρκοκυπριακού χωριού Κοφίνου, ο βομβαρδισμός της Τηλλυρίας από την τουρκική αεροπορία, η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας, που προστάτευε την Κύπρο, η εμφύλια διαμάχη Μακαριακών-Γριβικών, το πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή του 1974.
Ένα δίτομο βιβλίο για την ιστορική επισκόπηση της περιόδου 1959-1974, το οποίο έχει τον τίτλο «Η Εθνική Αυτοματαίωση του Ελληνισμού στην Κύπρο», έγραψε ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ και τέως γυμνασιάρχης Γαβριήλ Μηνάς.
(Σ.Σ.: Στοιχεία για το ρεπορτάζ αντλήθηκαν από τα βιβλία: «Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ μέσα από τον Κυπριακό Τύπο- Έκδοση Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, Γεωργίου Γρίβα – Διγενή «Χρονικον…», Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα- Διγενή «Απομνημονεύματα», Σπύρου Παπαγεωργίου «Κυπριακή Θύελλα», Νίκου Κρανιδιώτη «Δύσκολα χρόνια», Π. Παπαδημήτρη – Π. Πετρίδη «Ιστορική Εγκυκλοπαίδεια της Κύπρου (1878-1978)», «Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ στην Ιστορία», Έκδοση Συμβουλίου Ιστορικής Μνήμης Αγώνα ΕΟΚΑ 1955-1959, υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία).
Δείτε εδώ όλες τις δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο με συνεχή ενημέρωση από το newsbeast.gr