Την ελπίδα ότι σύντομα θα ενισχυθεί η στήριξη των πολιτών της Σερβίας στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας τους, εξέφρασε ο αρμόδιος για την διεύρυνση Επίτροπος της Ε.Ε., Στέφαν Φούλε, εκτιμώντας ότι το χαμηλό δεκαετίας που κατεγράφη σε αυτόν τον δείκτη πρόσφατα, είναι ένα παροδικό φαινόμενο λόγω συγκυριών.
«Σε μία περίοδο που η Σερβία είναι αντιμέτωπη με λεπτά ζητήματα, όπως το διάλογο με το Κόσοβο, το ποσοστό 41% (των υποστηρικτών της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε., σύμφωνα με την τελευταία έρευνα) αποτελεί μία απεικόνιση της στιγμιαίας διάθεσης», δήλωσε ο κ. Φούλε σε δημοσιογράφους στις Βρυξέλλες, μετά από συνάντηση για τα Δυτικά Βαλκάνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Εξέφρασε δε την προσδοκία ότι το ποσοστό στήριξης της ένταξης της Σερβίας στην Ε.Ε. θα αλλάξει, αν η χώρα έως το τέλος Ιουνίου εκπληρώσει τους όρους και λάβει ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Η διάθεση της κοινής γνώμης μεταβάλλεται συχνά και τα θετικά αποτελέσματα μπορούν να την αλλάξουν, τόνισε ο κ. Φούλε.
Ο διευθυντής του αρμόδιου γραφείου της σερβικής κυβέρνησης, Μίλαν Πάγεβιτς θεωρεί ότι κύριοι λόγοι της μείωσης του ποσοστού στήριξης της ένταξης της χώρας στην Ε.Ε. είναι οι πρόσφατες αποφάσεις του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY), το ζήτημα του Κοσόβου και η οικονομική κρίση στην ευρωζώνη.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι η τελευταία σχετική έρευνα κατέγραψε και να υψηλό ποσοστό, που φτάνει 66%, στήριξης των μεταρρυθμίσεων που ζητά η Ε.Ε. από τη Σερβία και τόνισε ότι το 62% των ερωτηθέντων τάχθηκευπέρ της επίλυσης των προβλημάτων στις σχέσεις Βελιγραδίου – Πρίστινας.
Ο κ. Πάγεβιτς σε δηλώσεις του στην εφημερίδα «Μπλιτς» του Βελιγραδίου τονίζει ότι οι πολίτες είναι ευαίσθητοι σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς όρους για την ένταξη στην Ε.Ε., όπως η διευθέτηση των σχέσεων με την Πρίστινα, αλλά από την άλλη πλευρά εκτιμούν την ανάγκη η καθημερινή τους ζωή να αναμορφωθεί με βάση την ευρωπαϊκή πρακτική.
Ο διευθυντής του γραφείου της σερβικής κυβέρνησης για την ένταξη στην ΕΕ σημειώνει ακόμη ότι δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η έρευνα της κοινής γνώμης διεξήχθη αμέσως μετά την αθώωση των Κροατών στρατηγών Γκοτόβινα, Μάρκατς και του πρώην πρωθυπουργού του Κοσόβου Ραμούς Χαραντινάι από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY) και μετά την απόφαση για τις διοικητικές διαβάσεις Κοσόβου – Σερβίας.