Μπήκε στο πάνθεον των σημαντικών προσωπικοτήτων του προηγούμενου αιώνα, ως ένας άνθρωπος που στην κρίση του ήταν μετρημένος, αδέκαστος και ακριβοδίκαιος. Ο λόγος για τον Χανς Χοφμάγερ, ο οποίος διάβασε την απόφαση του ειδικού δικαστηρίου, που έκρινε στη δεκαετία του 1960 τους υπευθύνους για τα όσα έγιναν στο κολαστήριο του Άουσβιτς, δηλώνοντας πως «ορισμένοι εξ ημών δεν θα μπορέσουμε να αντικρίσουμε ξανά τα χαρούμενα και ευτυχισμένα μάτια ενός παιδιού χωρίς να επανέλθουν στη μνήμη μας τα γεμάτα ερωτηματικά κι αγωνία μάτια των παιδιών που κατέληξαν στο Άουσβιτς».
Στους είκοσι μήνες που διήρκεσε το Auschwitzprozess, ο Χοφμάγερ δεν έκανε καμία παραχώρηση στους δημοσιογράφους, δεν επέτρεψε τις τηλεοπτικές κάμερες στην αίθουσα και διηύθυνε τη δίκη με αυστηρό τρόπο. Η εφημερίδα Zeit τον είχε χαρακτηρίσει στο τέλος της δίκης ως «φανατικό της αντικειμενικότητας», ενώ η Welt τον είχε επαινέσει ως «πρότυπο σωφροσύνης». Ωστόσο, το βιογραφικό αυτού του ανθρώπου κινδυνεύει πλέον να κηλιδωθεί αμετάκλητα, εξαιτίας νέων εγγράφων που έχουν έλθει στη δημοσιότητα και τα οποία αναφέρουν πως έως το 1945 ο Χοφμάγερ υπήρξε ένας φανατικός ναζιστής, ο οποίος οδήγησε σε στείρωση χιλιάδες ανθρώπους.
Στον ενάμισι μήνα της δίκης τους, οι είκοσι ναζί που κατηγορούνταν για εγκλήματα στο Άουσβιτς, είδαν να παρελαύνουν μπροστά από το εδώλιό τους περίπου 360 επιζήσαντες του πολωνικού στρατοπέδου εξόντωσης. Πολλοί εξ αυτών επέστρεφαν για πρώτη φορά στη χώρα που τους είχε φυλακίσει και βασανίσει, αποκλειστικά για να καταθέσουν ενώπιον των ενόρκων τη φρίκη που είχαν βιώσει. Όμως, παρά τις συντριπτικές αποδείξεις που κατέθεσε στο δικαστήριο ο Φριτζ Μπάουερ -ο άνθρωπος που «ξετρύπωσε» τον εγκληματία Άντολφ Άιχμαν- μόνο έξι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε ισόβια δεσμά, έντεκα σε κάθειρξη 14 ετών και τρεις απαλλάχθηκαν λόγω έλλειψης αποδείξεων.
Μολονότι ο πέλεκυς της Δικαιοσύνης δεν έπεσε βαρύς για όλους τους κατηγορούμενους, ο Χοφμάγερ θεωρείτο έως σήμερα ένας τιτάνας του δικανικού συστήματος. Αλλά, ο νεαρός ερευνητής, Ματίας Ρίστιτς, που έκανε μια… βουτιά στα κρατικά αρχεία, φαίνεται ότι βρήκε και άλλα, «πιπεράτα» πράγματα για τον δικαστή.
Η έρευνά του είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν ορισμένα ανησυχητικά δεδομένα, που σύμφωνα με δημοσίευμα της Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung και όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, αποδεικνύουν πως ο Χοφμάγερ ήταν ένας φανατικός ναζιστής και οδήγησε πολλές χιλιάδες γυναίκες σε εξαναγκασμένη στείρωση.
Όσον αφορά τον Ρίστιτς, σημειώνεται πως έχει ερευνήσει έως τώρα μόνον τα αρχεία που φθάνουν έως το 1939 και πως μετά την ημερομηνία αυτή ο Χοφμάγερ είχε προαχθεί στην δικαστική ιεραρχία.
Τα έγγραφα που ήλθαν στο φως δεν δείχνουν την ιστορία ενός ακριβοδίκαιου δικαστή. Στα δώδεκα χρόνια της επικυριαρχίας του Χίτλερ στη Γερμανία, η «νόμοι περί υγιεινής και ευγονικής» της «ανώτερης Αρίας φυλής» εφαρμόζονταν ενάντια σε αναπήρους, ανθρώπους με ψυχικά προβλήματα, επιληπτικούς, τυφλούς, κωφαλάλους, με αποτέλεσμα 300-400.000 άνθρωποι να καταλήξουν στα σφαγεία του ναζιστικού καθεστώτος. Μάλιστα, σε 5.000 ανέρχονται οι θάνατοι μόνον από τις επιπλοκές της στείρωσης.
Στα έγγραφα που αφορούν τον Χοφμάγερ περιλαμβάνεται και η υπόθεση μίας μικρής χωριατοπούλας, η οποία εξαναγκάσθηκε σε στείρωση επειδή είχε προσβληθεί από μηνιγγίτιδα, ασθένεια που -όπως είναι γνωστό- δεν είναι κληρονομική. Ωστόσο, εκείνος αποφάνθηκε χωρίς οίκτο πως το κορίτσι «ήταν ηλίθιο» και πως «είχε αποτύχει σε όλα τα μαθήματα στο σχολείο» και έπρεπε να στειρωθεί.
Άλλες υποθέσεις που χειρίστηκε ο συγκεκριμένος άνθρωπος αφορούν παιδιά με προβλήματα κοινωνικοποίησης, ή με ψυχολογικές διαταραχές. Μάλιστα, ως υποστηρικτής της ευγονικής, της αγνότητας της Αρίας φυλής, στράφηκε επίσης εναντίον και των επιληπτικών.
Το γεγονός ότι ο δικαστής της πρώτης δίκης του Άουσβιτς είχε υπηρετήσει στα έδρανα και επί χιτλερικού καθεστώτος ήταν γνωστό. Μάλιστα, όταν επιλέγονταν οι δικαστές, ο πρώτος τη τάξει επιλαχών, είχε απομακρυνθεί επειδή οι γονείς του είχαν καταδιωχθεί επί ναζιστικού καθεστώτος και εξ αυτού υπήρχαν υπόνοιες πως ενδεχομένως να μην ήταν αμερόληπτος. Ο Χοφμάγερ επελέγη ακριβώς επειδή είχε εργασθεί ως δικαστής κατά τη διάρκεια της χιτλερικής παντοδυναμίας και επειδή δεν είχαν προκύψει ιδιαίτερες σκιές στη σταδιοδρομία του εκείνης της εποχής. Μάλιστα, ο Χένρι Όρμοντ, ένας από τους δικηγόρους της Auschwitzprozess, είχε χαρακτηρίσει «υποδειγματικό» τον τρόπο που διεξήγε τη δίκη.
Από πολιτικής άποψης, οι δίκες εκείνες ήταν η πρώτη αληθινή ευκαιρία για να αποδείξει η νεαρή ακόμη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας σε όλον τον κόσμο πως είχε τη διάθεση να αναμετρηθεί με όσα είχαν συμβεί κατά το Ολοκαύτωμα. Ο ίδιος ο Χοφμάγερ είχε απευθυνθεί προς τους κατηγορούμενους πως «ακόμη και στη στυγνότερη δικτατορία, κανείς δεν μπορεί να λησμονεί την ανθρωπιστική του υποχρέωση απέναντι στους συνανθρώπους του».