Σχεδόν 110.000 ύποπτα κρούσματα χολέρας έχουν αναφερθεί από την αρχή της χρονιάς στην Υεμένη, προκαλώντας τον θάνατο 190 ανθρώπων στη χώρα αυτή που σπαράσσεται από τον πόλεμο, ανακοίνωσε χθες ο ΟΗΕ.
Περίπου το ένα τρίτο των 108.889 κρουσμάτων χολέρας που καταγράφηκαν από την 1η Ιανουαρίου ως τις 17 Μαρτίου, αφορούν παιδιά μικρότερα των πέντε ετών, σύμφωνα με το Γραφείο Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (Ocha).
Αυτή η μεγάλη αύξηση στα κρούσματα, που σημειώνεται δύο χρόνια μετά την έναρξη της πιο σοβαρής επιδημίας χολέρας στην Υεμένη, επικεντρώνεται σε έξι επαρχίες της χώρας, μεταξύ των οποίων και η Σαναά όπου βρίσκεται και η ομώνυμη πρωτεύουσα της χώρας, αλλά και αυτή της Χοντέιντα στην Ερυθρά Θάλασσα.
«Η κατάσταση επιδεινώνεται από την κακή συντήρηση του συστήματος απομάκρυνσης των χρησιμοποιημένων υδάτων σε πολλές από τις πληγείσες περιοχές, τη χρήση μολυσμένου νερού για την άρδευση και τις μετακινήσεις των πληθυσμών» επεσήμανε το Ocha, το οποίο τόνισε ότι οι πρώιμες βροχοπτώσεις αποτελούν έναν ακόμη επιβαρυντικό παράγοντα.
Οι ασθένειες που μεταφέρονται μέσω του νερού είναι ενδημικές στην Υεμένη. Το 2017 καταγράφηκαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο κρούσματα χολέρας σε διάστημα οκτώ μηνών. Περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι πέθαναν από την επιδημία από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβριο του 2017.
Η Υεμένη σπαράσσεται από μια καταστροφική σύγκρουση μετά την επέμβαση ενός αραβικού συνασπισμού υπό τη Σαουδική Αραβία τον Μάρτιο του 2015 για να στηρίξει τις κυβερνητικές δυνάμεις έναντι των σιιτών ανταρτών Χούτι.
Η σύγκρουση έχει προκαλέσει τη χειρότερη ανθρωπιστική καταστροφή παγκοσμίως, σύμφωνα με τον ΟΗΕ και τον θάνατο περίπου 10.000 ανθρώπων. Μη κυβερνητικές οργανώσεις εκτιμούν ότι ο αριθμός των θυμάτων είναι πολύ μεγαλύτερος.
Εξαιτίας της κατάστασης αυτής έχει επανεμφανιστεί η χολέρα, καθώς οι πολίτες στη χώρα υποφέρουν από την έλλειψη πρόσβασης σε πόσιμο νερό, αλλά και ιατρική φροντίδα.