Επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι βρήκαν στον ανθρώπινο εγκέφαλο τις πρώτες άμεσες ενδείξεις πως οι άνθρωποι, όπως και άλλα ζώα στη φύση, μπορούν να αισθανθούν το μαγνητικό πεδίο του πλανήτη μας.
Για ορισμένα πλάσματα, όπως τα μεταναστευτικά πουλιά, οι θαλάσσιες χελώνες, τα σαλιγκάρια, οι μύγες, οι μέλισσες, οι βάτραχοι, τα σκουλήκια, ακόμη και ορισμένα βακτήρια, το γήινο μαγνητικό πεδίο λειτουργεί ως πυξίδα που βοηθά στον προσανατολισμό και στην κίνηση τους, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η ικανότητα αντίληψης του μαγνητικού πεδίου από τους ανθρώπους προτάθηκε από τη δεκαετία του ’70, αλλά μέχρι σήμερα δεν είχαν βρεθεί βάσιμες ενδείξεις στον εγκέφαλο για το αν και πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αυτή τη φορά, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον βιοφυσικό Τζόε Κίρσβινκ του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια (Caltech), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό eNeuro, σύμφωνα με το «Science» και το «New Scientist», πιστεύουν ότι έκαναν ένα σημαντικό βήμα για να επιβεβαιώσουν ότι και οι άνθρωποι «πιάνουν» -χωρίς να το συνειδητοποιούν- το μαγνητικό πεδίο της Γης, το οποίο είναι περίπου 100.000 φορές ασθενέστερο σε σχέση με αυτό που δημιουργούν οι μαγνητικοί τομογράφοι.
Η νέα μελέτη βασίστηκε σε πειράματα με 34 εθελοντές καθισμένους μέσα σε ένα σκοτεινό θάλαμο μονωμένο από κάθε ηλεκτρομαγνητικό «θόρυβο» (π.χ. ραδιοκύματα), εντός του οποίου μεταβαλλόταν η ένταση του μαγνητικού πεδίου. Ηλεκτροεγκεφαλογράφοι που μετρούσαν τα εγκεφαλικά κύματα άλφα (τα οποία εξασθενούν όταν ο εγκέφαλος πιάνει ένα σήμα όπως ένα ήχο ή εν προκειμένω κάτι μαγνητικό), έδειξαν ότι ο εγκέφαλος των συμμετεχόντων αντιδρούσε κάθε φορά που άλλαζε η ένταση του μαγνητικού πεδίου και η κατεύθυνσή του, π.χ. από βορειοανατολική σε βορειοδυτική.
Ήταν αξιοσημείωτο ότι οι άνθρωποι εμφάνιζαν διαφορές μεταξύ τους στην ευαισθησία και στην ικανότητα να αισθανθούν το μαγνητικό πεδίο και τις μεταβολές του. Ακόμη πιο περίεργο ήταν ότι κανείς από τους συμμετέχοντες δεν αντιδρούσε εγκεφαλικά, όταν το μαγνητικό πεδίο μεταβαλλόταν με τη φορά των δεικτών του ρολογιού, αλλά μόνο όταν η μεταβολή γινόταν με αντίθετη φορά.
Λιγότερο από το ένα τρίτο των συμμετεχόντων φάνηκε να «πιάνει» το μαγνητικό πεδίο, ίσως επειδή γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν αυτή την ικανότητα.
Ορισμένοι άλλοι επιστήμονες εξέφρασαν πάντως αμφιβολία κατά πόσο όντως η αυξομείωση των κυμάτων άλφα στον εγκέφαλο αντιστοιχεί σε μια μαγνητική αίσθηση. Όλοι πάντως συμφωνούν ότι το θέμα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω.
Οι επιστήμονες θέλουν να εντοπίσουν το συγκεκριμένο βιολογικό μηχανισμό -αν όντως υπάρχει- που συνιστά την εσωτερική πυξίδα των ανθρώπων, ίσως κάποια εγκεφαλικά κύτταρα ή κάποια πρωτεΐνη που λειτουργούν ως μαγνητικοί αισθητήρες. Παραμένει προς διερεύνηση κατά πόσο η εσωτερική «πυξίδα» των ανθρώπων βασίζεται σε μαγνητικά σωματίδια διάσπαρτα στον εγκέφαλό μας, καθώς επίσης σε ποιο βαθμό η υποσυνείδητη μαγνητική αίσθηση επηρεάζει τη συμπεριφορά μας.