Ο πρόεδρος της Ιταλίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο άφησε να εννοηθεί σήμερα ότι οι εκλογές στη χώρα ενδέχεται να διεξαχθούν την 24η Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της προεδρίας, ο Ναπολιτάνο «αναγνώρισε» την άποψη που εξέφρασε η υπουργός Εσωτερικών Άννα Μαρία Καντσελιέρι, ότι η 24η Φεβρουαρίου είναι η βέλτιστη ημερομηνία προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί στις κάλπες.
Οι διενέξεις ανάμεσα στα ιταλικά πολιτικά κόμματα και οι χαοτικοί προεκλογικοί τους ελιγμοί έχουν οδηγήσει σε αβεβαιότητα και σύγχυση για το πότε θα γίνουν οι βουλευτικές εκλογές–με το χρονοδιάγραμμα να τοποθετείται μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου.
Η δήλωση του Ναπολιτάνο είναι η πιο σαφής ένδειξη ως τώρα πως προκρίνεται η 24η Φεβρουαρίου.
Στην επιστολή της, η Καντσελιέρι ανέφερε πως «ο οργανωτικός μηχανισμός είναι έτοιμος για να πραγματοποιηθούν οι εκλογές στις 17η Φεβρουαρίου του 2013, αλλά ίσως θα ήταν καλύτερο να προκηρυχθούν για την 24η Φεβρουαρίου, διότι αυτό θα διευκόλυνε την διαδικασία».
Σχετικά με την αναμενόμενη παραίτηση του τεχνοκράτη πρωθυπουργού Μάριο Μόντι μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού και το τηλεοπτικό μήνυμα που αναμένεται να απευθύνει στους Ιταλούς, ο υπουργός αρμόδιος για την διεθνή συνεργασία, Αντρέα Ρικάρντι, εκτίμησε ότι «θα λύσει την σιωπή του, πιθανότατα, μέσα στο σαββατοκύριακο».
Την ίδια στιγμή κι ενώ ο μεγιστάνας του Τύπου, κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι επιδίδεται σε ένα μπαράζ τηλεοπτικών εμφανίσεων, το διοικητικό συμβούλιο της RAI ανακοίνωσε ότι τις ημέρες των εορτών θα περιοριστεί δραστικά η προβολή πολιτικών μέσω της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Στο μεταξύ ιταλικά μέσα ενημέρωσης δίνουν έμφαση στην σημερινή καταδίκη τεσσάρων τραπεζών από δικαστήριο του Μιλάνου για απάτη που αφορά την πώληση περίπλοκων χρηματοοικονομικών προϊόντων σε μια τοπική αρχή. Στην πώληση των παραγώγων εμπλέκονται η JP Morgan, που εδρεύει στις ΗΠΑ, η UBS, που εδρεύει στην Ελβετία, η γερμανική Deutsche Bank και η Depfa.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι τράπεζες εξαπάτησαν το δημοτικό συμβούλιο του Μιλάνου σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονταν με μια συμφωνία για την πώληση παραγώγων το 2005 με σκοπό την αναδιάρθρωση του χρέους της πόλης.
Ο δικαστής Όσκαρ Μάτζι καταδίκασε τις τράπεζες να καταβάλουν χρηματικό πρόστιμο 1 εκατ. ευρώ έκαστη για την απάτη που τους καταλογίστηκε στην πώληση, ενώ κατασχέθηκαν συνολικά, 88 εκατομμύρια ευρώ από τα κέρδη που εξασφάλισαν από τη συμφωνία.
Εννέα νυν και πρώην στελέχη των τεσσάρων τραπεζών καταδικάσθηκαν σε ποινές φυλάκισης από έξι μέχρι και οκτώ μηνών με αναστολή, ενώ τέσσερις αθωώθηκαν.
Ο εισαγγελέας Αλφρέντο Ρομπλέντο είχε κάνει λόγο για «παραπλάνηση του κοινωνικού συνόλου, με μια θολή συμφωνία». Οι τραπεζικοί οργανισμοί ανακοίνωσαν ότι θα ασκήσουν έφεση, καθώς θεωρούν ότι οι πωλήσεις ήταν σύννομες. Υπάρχει στο μεταξύ κίνδυνος παραγραφής μέρους των κατηγοριών πριν την ολοκλήρωση της όλης δικαστικής πορείας. Ο εισαγγελέας έκανε λόγο για «μια ιστορική απόφαση».