Ο Πολ Μάναφορτ, για ένα διάστημα διευθυντής της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ το 2016, θα εκτίσει ποινή σχεδόν τεσσάρων ετών φυλάκισης, αποφάσισε το δικαστήριο που τον έκρινε ένοχο για οικονομική απάτη στην πρώτη του δίκη, που προέκυψε από την πολυπλόκαμη έρευνα για τη φερόμενη ανάμιξη της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, μολονότι δεν συνδέεται άμεσα με αυτήν.
Ο Μάναφορτ, που προσεχώς κλείνει τα 70 του, θα εκτίσει, βάσει αυτής της απόφασης του δικαστηρίου της Αλεξάντριας (Βιρτζίνια), ποινή 47 μηνών, αρκετά μικρότερη από αυτή που πρότειναν οι εισαγγελείς (19-24 χρόνια).
Στον λομπίστα, άλλοτε έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους στην Ουάσινγκτον, επιβλήθηκε επίσης να καταβάλλει πρόστιμο 50.000 δολαρίων και να επιστρέψει στο αμερικανικό δημόσιο ποσό που ανέρχεται σε 24 εκατομμύρια δολάρια.
Απευθυνόμενος στην έδρα πριν ακούσει την καταδίκη του, ο Πολ Μάναφορτ τόνισε ότι «τα τελευταία δύο χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα για την οικογένειά μου και για μένα», ζήτησε συμπόνια και πρόσθεσε πως «το να πω ότι αισθάνομαι ταπεινωμένος και ντροπιασμένος θα ήταν πολύ λίγο», σύμφωνα με τα τηλεοπτικά δίκτυα CNN και Fox News. Είπε επίσης ότι η ζωή του έχει γίνει «συντρίμμια» από προσωπική, επαγγελματική και οικονομική σκοπιά.
Αυτή είναι η βαρύτερη ποινή που έχει επιβληθεί μέχρι σήμερα σε βάρος πρώην συνεργάτη του προέδρου των ΗΠΑ.
Ο Μάναφορτ κρίθηκε ένοχος τον Αύγουστο για πέντε κατηγορίες περί φορολογικής απάτης, δύο κατηγορίες περί τραπεζικής απάτης και μία κατηγορία για την απόκρυψη τραπεζικών λογαριασμών στο εξωτερικό από τις αμερικανικές φορολογικές αρχές.
Ο Μάναφορτ είναι εξάλλου αντιμέτωπος με άλλη μια καταδίκη, την επόμενη Τετάρτη στην Ουάσινγκτον, για δύο κατηγορίες περί συνωμοσίας -ομολόγησε την ενοχή του σ’ αυτές τον Σεπτέμβριο. Το κατηγορητήριο επισύρει έως και 10ετή κάθειρξη, ποινή που ενδέχεται να προστεθεί στην ποινή 47 μηνών φυλάκισης που του επιβλήθηκε.