Την ανάγκη να αναγνωρίσουν οι χώρες της ΕΕ την πρόοδο στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που έχουν πραγματοποιήσει η Αλβανία και τα Σκόπια και να ξεκινήσουν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, τονίζουν μετά την επιτόπια επίσκεψή τους, οι ευρωβουλευτές της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου.
Οι ευρωβουλευτές σημειώνουν σε σχετική ανακοίνωση, ότι το 2019 είναι κρίσιμη χρονιά για την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, καθώς τον Ιούνιο τα κράτη μέλη της ΕΕ θα αποφασίσουν αν οι δύο χώρες είναι έτοιμες για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
«Η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία έχουν και οι δύο προετοιμαστεί για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά η έλλειψη συναίνεσης για την ευρωπαϊκή ενοποίηση θέτει σε κίνδυνο τις ευρωπαϊκές τους φιλοδοξίες. Παρότι έχουν επιδείξει την αφοσίωσή τους στις μεταρρυθμίσεις που σχετίζονται με την ΕΕ, η έλλειψη εθνικής ενότητας και οι εσωτερικοί πολιτικοί διαξιφισμοί θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν τη διαδικασία» δήλωσε ο πρόεδρος της αποστολής.
Μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψης, η αποστολή της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, της οποίας ηγήθηκε ο Τούνε Κέλαμ, τόνισε ότι η Αλβανία και η Βόρεια Μακεδονία έχουν ολοκληρώσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις υπό αντίξοες συνθήκες και ότι είναι καίριας σημασίας οι χώρες της ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία των μεταρρυθμίσεων, να αναγνωρίσουν τη συνεχή πρόοδο που έχει σημειωθεί και να αποφασίσουν την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για φέτος.
Ταυτόχρονα, η αποστολή καλεί τις δύο χώρες να μη σπαταλήσουν χρόνο και να παραμείνουν συγκεντρωμένες στις τρέχουσες μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη, την οικονομία, το κράτος δικαίου και τη δημόσια διοίκηση. Η προσήλωση στις δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες θα είναι μεγάλης σημασίας στον δρόμο για την πιθανή ένταξή τους στην ΕΕ, σχολίασαν οι ευρωβουλευτές.
Οι ευρωβουλευτές ωστόσο επανέλαβαν την ξεκάθαρη στήριξή τους για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων το 2019. «Προσδοκούμε την ομόφωνη απόφαση των κρατών μελών στο Συμβούλιο» είπε ο κ. Κέλαμ.
Οι ευρωβουλευτές της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων συναντήθηκαν με εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσής και στις δύο χώρες από τις 27 Φεβρουαρίου ως την 1 Μαρτίου.