Η υπόθεση της μικρής Μαριάν είχε συγκλονίσει την ολλανδική κοινή γνώμη και όχι μόνον. Η 16χρονη είχε βιαστεί και δολοφονηθεί το 1999 κοντά σε κέντρο προσφύγων στην βόρεια Ολλανδία. Βασικοί ύποπτοι ήταν τρεις αιτούντες άσυλο. Ακροδεξιά στοιχεία αξιοποίησαν φυσικά την ευκαιρία για να δημιουργήσουν κλίμα κατά των μεταναστών και προσφύγων, που λίγο έλειψε να οδηγήσει σε βίαια επεισόδια.
Πώς εξιχνιάστηκε η υπόθεση Μαριάν
Επί πολλά χρόνια το ειδεχθές έγκλημα παρέμενε ανεξιχνίαστο και μπήκε στο συρτάρι των διωκτικών αρχών ως cold case. Μέχρι το 2012, όταν ένας επιστήμονας αποφάσισε με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει καν το σχετικό νομικό πλαίσιο να βάλει τα στοιχεία της υπόθεσης ξανά στο εγκληματολογικό μικροσκόπιο, χρησιμοποιώντας όμως αυτή τη φορά μια νέα τεχνική επεξεργασίας γενετικών πληροφοριών. Από την ανάλυση του DNA προέκυψε ότι ο δράστης έπρεπε να προερχόταν από την κεντρική ή τη βόρεια Ευρώπη. Τα αποτελέσματα οδήγησαν, καταρχήν, στην απαλλαγή των τριών υπόπτων.
Πολύ σύντομα βρέθηκε και ο πραγματικός ένοχος και δολοφόνος της Μαριάν. Ο επιστήμονας είχε φτάσει στα ίχνη του δράστη χάρη στη λεγόμενη τεχνική της φαινοτυποποίησης. Αυτή επιτρέπει -υπό προϋποθέσεις- τον προσδιορισμό ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, όπως της ηλικίας, του χρώματος δέρματος, ματιών και μαλλιών καθώς και τη βιογεωγραφική καταγωγή του υπόπτου. Πρόκειται δηλαδή ουσιαστικά για το προφίλ του δράστη, το οποίο όμως δεν έχει την παραδοσιακή μορφή ενός σκίτσου που σχεδιάζεται σε κάποια εγκληματολογική υπηρεσία ή σε αστυνομικό τμήμα, αλλά ενός ψηφιακού μοντέλου που προκύπτει από τις αναλύσεις του γενετικού υλικού.
Όπως εξηγεί η καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Αμάντε Μαχάρεκ, η επιτυχία στην υπόθεση της 16χρονης είχε ως αποτέλεσμα να αναγνωριστεί και να επιτραπεί στην Ολλανδία η χρήση της νέας μεθόδου. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να περιοριστεί σημαντικά η ομάδα των πιθανών υπόπτων, ακόμη κι αν το DNA του δράστη είναι άγνωστο και δεν υπάρχει σε κάποια τράπεζα δεδομένων.
Η νέα μέθοδος διχάζει την επιστημονική κοινότητα. Ομάδα επιστημόνων στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας υποστηρίζει ότι τα οφέλη της είναι εν τέλει περιορισμένα. Οι ίδιοι θεωρούν ιδιαίτερα δύσκολο τον προσδιορισμό της καταγωγής ανθρώπων από συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη, και κυρίως από τη Μέση και Εγγύς Ανατολής. Επίσης, όπως επισημαίνουν, πρόκειται για ένα μοντέλο που στηρίζεται σε πιθανότητες και το οποίο παρουσιάζει, κατά συνέπεια, μεγάλα περιθώρια σφάλματος.
Η υπόθεση Έβα Μπλάνκο στην Ισπανία
Στον αντίποδα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της deutsche welle, άλλοι επιστήμονες αντιτείνουν ότι στις καταθέσεις μαρτύρων ο κίνδυνος σφαλμάτων είναι ακόμη μεγαλύτερος. Ο καθηγητής μοριακής βιολογίας Πέτερ Σνάιντερ παραπέμπει στην υπόθεση Έβα Μπλάνκο η οποία είχε επίσης βιαστεί και δολοφονηθεί, το 1997 σε προάστιο της Μαδρίτης. Αν και υπήρχαν ίχνη σπέρματος, δεν κατέστη δυνατό να περιοριστεί ο κύκλος των υπόπτων. Η υπόθεση παρέμενε ανεξιχνίαστη, μέχρι το 2015, όταν οι αρχές προχώρησαν στη δημιουργία του ψηφιακού προφίλ του δράστη. To DNA υπέδειξε ότι ο δράστης προερχόταν «κατά πάσα πιθανότητα» από τη βόρεια Αφρική. Κι όμως, αυτό το φαινομενικά μικρό στοιχείο οδήγησε στη σύλληψή του: με το ψηφιακό προφίλ περιορίστηκε ο αριθμός των υπόπτων στους 300 της μαροκινής μειονότητας της κωμόπολης. Στον εθελοντικό μαζικό έλεγχο DΝΑ δεν συμμετείχε μεν ο δράστης, αλλά τα δυο αδέρφια του. Έτσι έγινε γρήγορα η ταυτοποίησή του. Ο ίδιος συνελήφθη λίγο αργότερα στη Γαλλία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Γερμανία δεν επιτρέπεται μεν ακόμη η χρήση της νέας μεθόδου, ωστόσο η εισαγωγή του διευρυμένου αυτού ελέγχου του γενετικού υλικού προβλέπεται στο κείμενο της κυβερνητικής συμφωνίας Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών. Η θεσμοθέτησή του θα πρέπει να θεωρείται μάλλον απλά θέμα χρόνου.