Ο Χοακίν «Ελ Τσάπο» Γκουσμάν ξεκίνησε τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του σε ηλικία έξι ετών πουλώντας πορτοκάλια και αναψυκτικά. Κάποτε υπήρξε ο αρχηγός του ισχυρότερου καρτέλ ναρκωτικών στον κόσμο. Απέδρασε δύο φορές από την φυλακή, με κινηματογραφικό μάλιστα τρόπο, και τελικά συνελήφθη το 2016, εκδόθηκε στις ΗΠΑ όπου δικάστηκε στη Νέα Υόρκη και έπειτα από τρεις μήνες οι ένορκοι τον έκριναν ένοχο και για τις δέκα κατηγορίες εις βάρος του.
Στις ΗΠΑ θεωρούν σχεδόν βέβαιη τη μεταφορά του Ελ Τσάπο στις φυλακές υψίστης ασφαλείας ADX στα Βραχώδη Όρη. Από το συγκεκριμένο κατάστημα δεν έχει αποδράσει ποτέ κανείς και πολλοί αναρωτιούνται αν Χοακίν Γκουζμάν, ο άνθρωπος που έχει τη φήμη του Χουντίνι στην ικανότητα να ξεγλιστρά από τις δαγκάνες του Νόμου θα τα καταφέρει.
Το «Αλκατράζ των Βραχωδών Ορέων», όπως είναι γνωστή η φυλακή ADX («Administrative Maximum») στο Φλόρενς του Κολοράντο θεωρείται ως η καταλληλότερη και αν τελικά πραγματοποιηθεί αυτή η μεταφορά ο Ελ Τσάπο θα έχει και κάποιους «διάσημους» συγκρατουμένους.
Μεταξύ άλλων θα έχει τον Τίοντορ Καζίντσι ή πιο γνωστό ως Unabomber. Τον αναρχικό που έστελνε βόμβες σε πανεπιστήμια, εταιρείες τεχνολογίας και αεροπορικές. Τον βομβιστή του Μαραθωνίου της Βοστώνης Τζοχάρ Τσαρνάεφ, που σκότωσε μαζί με τον αδελφό του Ταμερλάν τρία άτομα και τραυμάτισε άλλα 280 τον Απρίλιο του 2013, όταν ανατίναξαν χύτρες ταχύτητας με καρφιά κοντά στη γραμμή τερματισμού.
Τον Ζακαρία Μουσάουι που καταδικάστηκε για την εμπλοκή του στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και φέρεται να ήταν πρώην στρατολόγος για μαχητές της Αλ Κάιντα με έδρα την Τσετσενία αλλά και τον ακροδεξιό Τέρι Νίκολς ο οποίος υπήρξε συνεργός του Τίμοθι Μακ Βέι στην βομβιστική επίθεση σε ομοσπονδιακό κτίριο της Οκλαχόμα, το 1995, όταν σκοτώθηκαν 169 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 675.
H συνέντευξη στον Σον Πεν
«Σήμερα προμηθεύω τις μεγαλύτερες ποσότητες ηρωΐνης, μεταμφεταμίνης, κοκαΐνης και μαριχουάνας από κάθε άλλον στον κόσμο…. Έχω έναν στόλο υποβρυχίων, έχω αεροπλάνα, φορτηγά και πλοία…», έλεγε τον Οκτώβριο του 2015 στον ηθοποιό και σκηνοθέτη Σον Πεν, ο οποίος τον είχε συναντήσει σε ένα κρησφύγετό του μέσα στη ζούγκλα όσο εκείνος κρυβόταν για να μην τον συλλάβουν. Ο Πεν του είχε πάρει συνέντευξη για λογαριασμό του περιοδικού Rolling Stone.
Περικυκλωμένος από τουλάχιστον 100 ένοπλους άνδρες του, φορώντας ένα μεταξωτό πουκάμισο και ένα μαύρο τζιν, σε ένα ξέφωτο μέσα στη ζούγκλα σε άγνωστο, ορεινό σημείο του Μεξικού, ο Γκουσμάν συνέφαγε με τον Σον Πεν και την Κέιτ Ντελ Καστίγιο, μία μεξικανή ηθοποιό που είχε παίξει τον ρόλο μέλους καρτέλ ναρκωτικών σε μια σαπουνόπερα.
Όπως είπε στη συνέντευξη εκείνη, στα 15 του είχε ήδη αρχίσει να καλλιεργεί μαριχουάνα και παπαρούνες, επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να συντηρήσει την πάμφτωχη οικογένειά του.
Παρ’ όλο που η περιουσία του, η οποία εκτιμάται στο 1 δισ. δολάρια (το 2009 είδε το όνομά του να φιγουράρει στη λίστα του περιοδικού Forbes με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, στη θέση 701) έχει δημιουργηθεί με αίμα, ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του βίαιο άνθρωπο. «Κοίτα, το μόνο που έκανα ήταν να υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, τίποτα περισσότερο», έλεγε στον Σον Πεν. «Δεν άρχισα ποτέ εγώ την φασαρία…».
Εκείνη πάντως ήταν η πρώτη φορά που ο Γκουσμάν δήλωνε δημοσίως ότι ηγείτο μιας αυτοκρατορίας ναρκωτικών. Το 1993, μιλώντας σε δημοσιογράφους μετά την πρώτη σύλληψή του, είχε αρνηθεί τις σχετικές κατηγορίες. «Είμαι αγρότης» είχε δηλώσει τότε, υποστηρίζοντας ότι καλλιεργεί καλαμπόκι και φασόλια, αρνούμενος ότι έκανε χρήση όπλων ή ότι είχε στην διάθεσή του τεράστια χρηματικά ποσά.
Επικίνδυνος εγκληματίας ή λαϊκός ήρωας;
Στη διάρκεια της δίκης του Ελ Τσάπο («ο κοντοπίθαρος» καθώς είναι μόλις 1,64 μ.) αποκαλύφθηκε η βία και η διαφθορά των καρτέλ.
Ο 61χρονος Γκουσμάν, η εμβληματική αυτή προσωπικότητα των μεξικανικών καρτέλ, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπος με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης.
Η δίκη του, στο πλαίσιο της οποίας κατέθεσαν περισσότεροι από 50 μάρτυρες, προσέφερε στο κοινό τη δυνατότητα μιας πρωτόγνωρης ματιάς στους κόλπους του Καρτέλ Σιναλόα, που πήρε το όνομά του από την πολιτεία στο βορειοδυτικό Μεξικό, όπου γεννήθηκε ο Γκουσμάν, σε ένα φτωχό ορεινό χωριό.
Σύμφωνα με τους αμερικανούς εισαγγελείς, διακίνησε τόνους κοκαΐνης, ηρωίνης, μαριχουάνας και μεθαμφεταμίνης στις ΗΠΑ για ένα διάστημα τουλάχιστον 20 ετών, εδραιώνοντας την εξουσία του στο Μεξικό μέσω στυγερών δολοφονιών και πολέμων με αντίπαλα καρτέλ.
Πολλοί μάρτυρες, που ήδη εκτίουν ποινές κάθειρξης στις ΗΠΑ ή τελούν υπό την προστασία των αμερικανικών αρχών, περιέγραψαν ενώπιον του δικαστηρίου τον τρόπο λειτουργίας του καρτέλ και τον κεντρικό ρόλο που διαδραμάτιζε ο «Ελ Τσάπο»: Τόσο στο να οργανώσει την εξαγωγή και διακίνηση 155 τόνων κοκαΐνης από την Κολομβία προς τις ΗΠΑ όσο και στα βίαια εγκλήματα που διαπράττονταν για την εξουδετέρωση των αντίπαλων καρτέλ ή ακόμα και τη διαφθορά της αστυνομίας, των ενόπλων δυνάμεων και της μεξικανικής κυβέρνησης, προκειμένου να κλείνουν τα μάτια τους.
Ανάμεσα στα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκε ήταν και η παιδεραστία. Σύμφωνα με έναν μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε στη δίκη του ο διαβόητος μεγαλέμπορος ναρκωτικών νάρκωνε και στη συνέχεια βίαζε 13χρονα κορίτσια, τα οποία μάλιστα αποκαλούσε… «βιταμίνες».
Ένας άλλος κατέθεσε ότι ο διαβόητος κακοποιός είχε ένα «δωμάτιο φόνων» στην έπαυλή του στη μεθόριο με τις ΗΠΑ, το οποίο μάλιστα διέθετε ένα σιφόνι για να φεύγει από εκεί το αίμα των θυμάτων και να είναι πιο εύκολο να καθαριστεί ο χώρος…
Άλλος κατέθεσε ότι τον είχε δει να χτυπάει άγρια τουλάχιστον τρεις ανθρώπους προτού τους πυροβολήσει. Έναν από αυτούς τον έθαψε μάλιστα ζωντανό.
Η δίκη του σε δικαστήριο του Μπρούκλιν διεξήχθη κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας και τα ονόματα των ενόρκων δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα.
Το 1993 παρολίγο να χάσει τη ζωή του όταν δέχτηκε επίθεση από αντίπαλο καρτέλ αλλά συνελήφθη από τις μεξικανικές αρχές και καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών.
Το γραφείο του γενικού εισαγγελέα του Μεξικού τον περιγράφει ως «εγωκεντρικό, ναρκισσιστή, οξυδερκή, επίμονο, πεισματάρη, τελειομανή, μυστικοπαθή και επιλεκτικό», σύμφωνα με το περιοδικό New Yorker.
Η πρώτη του απόδραση από την φυλακή υψίστης ασφαλείας Πουέντε Γκράντε ήταν το 2001. Φέρεται ότι απέδρασε κρυμμένος μέσα σε ένα καλάθι για τα άπλυτα και ότι τον βοήθησαν διεφθαρμένοι σωφρονιστικοί υπάλληλοι.
Συνέχισε να διαφεύγει επί 13 χρόνια και εκμεταλλεύτηκε το διάστημα αυτό για να εδραιώσει την «αυτοκρατορία» του. Συνελήφθη εκ νέου τον Φεβρουάριο του 2014 στην πολιτεία Σιναλόα και φυλακίστηκε στην Αλτιπλάνο του κεντρικού Μεξικού.
Αλλά τον Ιούλιο του 2015 απέδρασε και πάλι μέσα από μια σήραγγα μήκους 1,5 μέτρου που οδηγούσε κατευθείαν κάτω από το κελί του. Η απόδρασή του ήταν προσεκτικά σχεδιασμένη και λεπτομερής. Η σήραγγα διέθετε εξαερισμό, φωτισμό και σκάλες και η έξοδος ήταν κρυμμένη από ένα εργοτάξιο.
Όμως συνελήφθη και πάλι τον Ιανουάριο του 2016 σε ένα σπίτι σε ακριβό προάστιο του Λος Μόχις στη Σιναλόα, όπου μόλις είχε εγκατασταθεί. Κατά την έφοδο των μεξικανών πεζοναυτών σκοτώθηκαν πέντε από τους σωματοφύλακές του και εκείνος κατάφερε να το σκάσει αλλά συνελήφθη την ώρα που επιχειρούσε να διαφύγει με αυτοκίνητο.
Λέγεται μάλιστα ότι οι αρχές έφθασαν τότε στα ίχνη του αφού εντόπισαν τον Σον Πεν.
Στην πολιτεία όπου γεννήθηκε υπάρχουν κάποιοι που τον θεωρούν λαϊκό ήρωα, ενώ η ιστορία του είναι ένα δημοφιλές θέμα των «narcocorridos» – μουσικής που εξυμνεί τους βαρόνους των ναρκωτικών.
Καλοφαγάς και εκκεντρικός λέγεται ότι κάποτε είχε μπει σε ένα εστιατόριο συνοδευόμενος από τους σωματοφύλακές του και αφού ζήτησε από τους πελάτες να παραδώσουν τα κινητά τους πλήρωσε τους λογαριασμούς όλων.