Από τη Ντόχα ως τη Μόσχα περνώντας από την Τεχεράνη, οι Ταλιμπάν εντείνουν τις επαφές και τις διαπραγματεύσεις για το μέλλον του Αφγανιστάν, επιβάλλοντας τον δικό τους ρυθμό στη διπλωματική διαδικασία και ταυτόχρονα αψηφώντας την αφγανική κυβέρνηση, βάζοντάς τη στο περιθώριο της συζήτησης για την ειρήνη στην ίδια της τη χώρα.
Στο Κατάρ, οι ισλαμιστές αντάρτες συζήτησαν με τους απεσταλμένους των ΗΠΑ, η κυβέρνηση των οποίων επιδιώκει να αποσύρει το ταχύτερο τα στρατεύματά της από το Αφγανιστάν. Στην πρωτεύουσα της Ρωσίας, συνομίλησαν μεταξύ άλλων με τον αφγανό πρώην πρόεδρο Χαμίντ Καρζάι, αντίπαλο του νυν προέδρου Ασράφ Γάνι. Παρότι ακόμη δεν βρίσκονται στην εξουσία, εξαγγέλλουν πώς εννοούν να κυβερνήσουν, την ώρα που επαφή μαζί τους προσπαθούν να αποκτήσουν η Μόσχα αλλά και η Τεχεράνη, εχθροί της Ουάσινγκτον, επισημαίνουν κάποιοι ειδικοί.
Αυτή που μοιάζει να είναι η μοναδική αποκλεισμένη από τη συζήτηση είναι η κυβέρνηση του προέδρου Γάνι, που υποστηρίζεται στρατιωτικά και οικονομικά από τις ΗΠΑ. Οι ισλαμιστές αντάρτες τη χαρακτηρίζουν «μαριονέτα» της Ουάσινγκτον κι έχουν αρνηθεί επανειλημμένα να ξεκινήσουν απευθείας διαπραγματεύσεις μαζί της.
Οι ΗΠΑ, μολονότι επαναλαμβάνουν πως θέλουν να φέρουν τους Ταλιμπάν στο τραπέζι ώστε να διαπραγματευθούν απευθείας με την κυβέρνηση Γάνι, συζητούν ταυτόχρονα με τους αντάρτες και μόνο το χρονοδιάγραμμα και τις λεπτομέρειες για την αποχώρηση των δυνάμεών τους. Η «πρόοδος» για την οποία έγινε λόγος κι από τις δύο πλευρές έπειτα από έξι ημέρες διαπραγματεύσεων στη Ντόχα τον Ιανουάριο κάνει πολλούς στο Αφγανιστάν να φοβούνται πως τα αμερικανικά στρατεύματα θα φύγουν πριν υπάρξει διαρκής ειρήνη.
Το ότι μένει στο περιθώριο αποτελεί «μείζον» πλήγμα για την αφγανική κυβέρνηση, που «χωρίς τους Αμερικανούς» απλά «δεν έχει τα μέσα για να επιβιώσει», επισήμανε ο Ζιλ Ντορονσορό, γάλλος ερευνητής ειδικός για το Αφγανιστάν, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Για τον στρατηγό Τζόζεφ Βότελ, τον επικεφαλής της USCENTCOM, η αφγανική κυβέρνηση είναι απολύτως απαραίτητο να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν ώστε αυτές να επιτύχουν.
Σε τελευταία ανάλυση «πρέπει να γίνει συζήτηση ανάμεσα στους Ταλιμπάν και το Αφγανιστάν», έκρινε ο Βότελ τοποθετούμενος στο Κογκρέσο. Αυτά τα δύο μέρη «είναι τα μοναδικά ικανά να επιλύσουν τα ζητήματα-κλειδιά».
Μία εβδομάδα μετά τις συνομιλίες στη Ντόχα, οι Ταλιμπάν βρέθηκαν στη Μόσχα για συνομιλίες με ορισμένους από τους κυριότερους πολιτικούς αντιπάλους του Άσραφ Γάνι, στους οποίους εξέθεσαν το όραμά τους για το είδος της εξουσίας που σκοπεύουν να ασκήσουν αφού συναφθεί συμφωνία ειρήνης.
Στον μακρύ κατάλογο των αξιώσεων των ισλαμιστών ανταρτών συμπεριλαμβάνεται η απαίτηση του πολιτικού τους γραφείου να καταρτιστεί νέο, «ισλαμικό Σύνταγμα» στο Αφγανιστάν. Ο Σερ Μοχάμαντ Αμπάς Στανικζάι εξήγησε πως οι Ταλιμπάν «δεν θέλουν το μονοπώλιο της εξουσίας, αλλά ένα ισλαμικό σύστημα χωρίς αποκλεισμούς».
Αυτή που παρουσιάστηκε ως η πρώτη συνάντηση μεταξύ των αντίπαλων αφγανικών πλευρών επέτρεψε εξάλλου στους αντιπάλους του Γάνι να θέσουν υπό αμφισβήτηση την εξουσία και την ηγεσία του ενόψει των προεδρικών εκλογών, που έχουν αναβληθεί για τον Ιούλιο.
«Με ποιον μιλάνε; Πού είναι η εκτελεστική τους εξουσία;» διερωτήθηκε ο ίδιος ο πρόεδρος Γάνι, σχολιάζοντας τις συνομιλίες στη Μόσχα, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο Tolo News. Χαρακτήρισε «ονειροφαντασίες» τις συζητήσεις στη Ρωσία και πρόσθεσε ότι ακόμη κι αν γίνουν «εκατοντάδες» συναντήσεις, αφού όσα συμφωνηθούν δεν θα έχουν την έγκριση «της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου», θα είναι απλά «ανώφελα» κομμάτια χαρτιού. «Να είστε βέβαιοι ότι ουδείς μπορεί να μας παραμερίσει», επέμεινε και συμπλήρωσε πως η κυβέρνησή του είναι αυτή που θα πάρει «αποφάσεις».
Αργότερα, μέσω Twitter, ανέφερε ότι συνομίλησε με τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και εκείνος υπογράμμισε ότι είναι «κρίσιμο» να «εξασφαλιστεί ο κεντρικός ρόλος της αφγανικής κυβέρνησης στην ειρηνευτική διαδικασία». «Συμφωνήσαμε ότι τα λόγια, οι φήμες κι η σεναριολογία δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις πράξεις και ότι η σχέση εταίρων ανάμεσά μας και η δέσμευσή μας παραμένουν ισχυρές ώστε να μπορέσουμε να φθάσουμε στην ειρήνη», διαβεβαίωσε.
Στην κυβέρνηση του Γάνι μοιάζει να κυριαρχεί το αίσθημα πως οι Αφγανοί που διαπραγματεύονται με τους Ταλιμπάν ερήμην της διαπράττουν προδοσία: ο Αμρουλά Σάλεχ, σύμμαχος του προέδρου, κατήγγειλε όλους όσοι «εκλιπαρούν» τους «τρομοκράτες».
Η επανεμφάνιση των Ταλιμπάν στο διπλωματικό σκηνικό έχει τραβήξει την προσοχή διαφόρων δυνάμεων, που θα ήθελαν να δουν τον πόλεμο να τερματίζεται με όρους που θα εξυπηρετούσαν τις δικές τους στρατηγικές φιλοδοξίες.
Πολλές από αυτές ωστόσο έχουν «συμφέροντα που αποκλίνουν θεμελιωδώς» στο Αφγανιστάν, σημείωσε ο Νταβούντ Μοραντιάν, διευθυντής του Αφγανικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών, με έδρα την Καμπούλ.
Κατ’ αυτόν, οι ΗΠΑ, η Ινδία και η ίδια η αφγανική κυβέρνηση θέλουν μια σταθερή κοινοβουλευτική δημοκρατία, ένα κράτος-προγεφύρωμα στον αγώνα εναντίον της τρομοκρατίας. Οι Ταλιμπάν και το Πακιστάν από την άλλη θέλουν να εγκαθιδρυθεί μια ισλαμική εξουσία στην Καμπούλ, συνέχισε.
Μια δεύτερη, ευρύτερη ομάδα αποτελείται από δυνάμεις που έχουν «θεμιτά» συμφέροντα ή προκαλούν προβλήματα «τυχοδιωκτικά» στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν, χώρες που θέλουν κυρίως να δουν να μειώνεται η αμερικανική επιρροή στο Αφγανιστάν και την ευρύτερη περιοχή, υποστήριξε ο Μοραντιάν.
Για τον γάλλο αναλυτή Ντορονσορό, οι συνομιλίες των Αμερικανών με τους Ταλιμπάν, που θα ξαναρχίσουν την 25η Φεβρουαρίου, ισοδυναμούν με την «αναγνώριση» από πλευράς της σημερινής κυβέρνησης στην Ουάσινγκτον της στρατιωτικής «ήττας» των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.
Τα σχέδια απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν καθώς και από τη Συρία δείχνει πως υπάρχει «αλλαγή παραδείγματος», έκρινε και υποστήριξε πως η Ουάσινγκτον οδεύει να απεμπολήσει την «κυρίαρχη θέση της στη Μέση Ανατολή» και δεν μοιάζει να σκοπεύει «να επιστρέψει».
Οι ΗΠΑ διατηρούν το τρέχον διάστημα 14.000 στρατιωτικούς ανεπτυγμένους στο Αφγανιστάν, στο πλαίσιο της αποστολής του NATO, καθώς και εντός των ορίων μιας ευρείας αντιτρομοκρατικής επιχείρησης, η οποία βάζει στο στόχαστρο ιδίως την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος.
Στην αποστολή του NATO συμμετέχουν επίσης άλλοι 8.000 στρατιωτικοί από 38 χώρες.