Η Βρετανία θα πρέπει να επιβάλει τελωνειακούς ελέγχους και δασμούς στο βόρειο σύνορο της Ιρλανδίας, παρά τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών του Brexit για το αντίθετο, υποστηρίζει ο πρώην επικεφαλής τελωνειακής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μάικλ Λουξ και συμπληρώνει ότι οι έλεγχοι της ΕΕ και του ΠΟΕ θα είναι υποχρεωτικοί και για τις δύο πλευρές του ιρλανδικού συνόρου, στην περίπτωση της αποχώρησης χωρίς συμφωνία.
Όπως εξηγεί, η μη επιβολή δασμών θα συνιστούσε παραβίαση των κανόνων του ΠΟΕ, οι οποίοι μεταξύ άλλων λένε ότι εάν επιβάλλεις χαμηλό φόρο σε ένα κράτος, θα πρέπει να κάνεις το ίδιο σε όλα τα μέλη και ότι εάν η Βρετανία επέλεγε κάτι τέτοιο για την Βόρεια Ιρλανδία, θα έπρεπε να το εφαρμόσει παντού. «Δεν είμαι σίγουρος εάν η Βρετανία θα ήθελε κάτι τέτοιο, καθώς έτσι θα έχανε έσοδα και θα δημιουργούσε μειονέκτημα στις δικές της επιχειρήσεις» αναφέρει ο εμπειρογνώμονας στον Guardian.
Και ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο πανεπιστήμιο Queen’s του Μπέλφαστ, Ντέιβιντ Φίνεμορ, χαρακτηρίζει υποκριτικό το επιχείρημα των οπαδών του Brexit ότι θα μπορεί να υπάρχει ελεύθερο σύνορο στην βόρεια πλευρά του, καθώς κάτι τέτοιο αποτυγχάνει να ερμηνεύσει τι σημαίνει κάτι τέτοιο για οποιαδήποτε χώρα με την οποία η Βρετανία θα θέλει να συνάψει συμφωνία.
Ο κ.Λουξ που σήμερα προσφέρει συμβουλευτικές υπηρεσίες σε επιχειρήσεις στην περιοχή των συνόρων, υποστηρίζει επίσης, ότι η γραφειοκρατία θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τις διασυνοριακές επιχειρήσεις, που κυρίως είναι αγροδιατροφικές βιομηχανίες. Έχει εκτιμηθεί ότι οι επιπλέον δασμοί και το κόστος που θα κληθεί να καταβάλει ένα μικρό αρτοποιείο μίας αγροτικής περιοχής που διατηρεί πελάτες και στις δύο πλευρές του συνόρου, ανέρχεται στο ποσό των 700.000 ευρώ ετησίως. Πρόσθεσε δε, ότι τα φορτηγά θα πρέπει να καταθέτουν τα απαραίτητα έγγραφα κάθε φορά που εισέρχονται ή εξέρχονται της Ιρλανδίας και μάλιστα μία ώρα πριν διασχίσουν το σύνορο.