Ένα ειδικό ενημερωτικό φυλλάδιο που εξέδωσε η «Αυστριακή Επιτροπή Μαουτχάουζεν» στοχεύει να δώσει τέλος στη διακίνηση ναζιστικών αναμνηστικών -αυθεντικών και αντιγράφων τους- καθώς και ναζιστικών εντύπων στις διάφορες υπαίθριες αγορές σε ολόκληρη την Αυστρία.
Με την έκδοση και τη διάθεση του ενημερωτικού φυλλαδίου σε διάφορους χώρους, στόχος είναι επίσης να πάψει πλέον να προτάσσεται η δικαιολογία της άγνοιας της νομοθεσίας από εκείνους που διαθέτουν αντικείμενα με ναζιστικά σύμβολα, κάτι που διώκεται στην Αυστρία στη βάση σχετικού νόμου.
Πέραν της σχετικής νομοθεσίας που παρατίθεται στο ενημερωτικό φυλλάδιο, απεικονίζονται και συνολικά 38 σύμβολα, πέραν του αγκυλωτού σταυρού στις διάφορες εκδόσεις του (μπροστά, επάνω ή πίσω από έναν ήλιο), που είχαν άμεση σχέση με την εγκληματική οργάνωση των Ναζί και είναι απαγορευμένα βάσει του νόμου στην Αυστρία.
Σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, το φυλλάδιο άρχισε ήδη να αποστέλλεται σε επαγγελματίες πωλητές υπαίθριων αγορών, σε τοπικές αυτοδιοικήσεις και στις αστυνομικές διευθύνσεις, καθώς υπάρχουν επανειλημμένα διαμαρτυρίες πολιτών, ότι δεν λαμβάνονται σοβαρά από αστυνομικά όργανα, καταγγελίες για διακίνηση ναζιστικού υλικού σε υπαίθριες αγορές, ενώ σχετική είναι και η επισήμανση από την Επιτροπή Μαουτχάουζεν, στο αυστριακό Υπουργείο Εσωτερικών.
Η προσφορά ναζιστικών αντικειμένων στις υπαίθριες αγορές περιλαμβάνει από προτομές του Αδόλφου Χίτλερ, στιλέτα και στολές των «Ες-Ες», παράσημα της ναζιστικής «Βέρμαχτ», μέχρι εκδόσεις του χιτλερικού πονήματος «Ο αγώνας μου», για τα οποία η ακροδεξιά, φασιστική ή νεοναζιστική πελατεία, πληρώνει, σε πολλές περιπτώσεις, απίστευτα ποσά, όπως αποκαλύπτει ο πρόεδρος της Επιτροπής Μαουτχάουζεν, Βίλι Μέρνι.
Πρόσφατα η Αυστριακή Επιτροπή Μαουτχάουζεν είχε παρουσιάσει τα σχέδια των εργασιών αναμόρφωσης των εκεί εγκαταστάσεων-μουσείων που εκτελούνται στο πλαίσιο και της δημοκρατικής-πολιτικής εκπαιδευτικής τους αποστολής για τις νέες γενιές στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης στο Μαουτχάουζεν, όπου είχαν βρει μαρτυρικό θάνατο και 3.700 Έλληνες.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μαουτχάουζεν, έξω από το ομώνυμο χωριό 170 χιλιόμετρα δυτικά της Βιέννης, ιδρύθηκε από τους Γερμανούς ναζιστές τον Αύγουστο του 1938 και εκεί, μέχρι την απελευθέρωσή του από συμμαχικά στρατεύματα στις 5 Μαΐου 1945, πάνω από 206.000 κρατούμενοι από συνολικά 40 χώρες, γνώρισαν ό,τι πιο απάνθρωπο μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους, ενώ για τους 122.797 από αυτούς -ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες- η απελευθέρωση ήλθε πολύ αργά, είχαν ήδη αφήσει στα κρεματόρια του Μαουτχάουζεν την τελευταία τους πνοή.
Μετά τον πόλεμο οι εγκαταστάσεις του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης μετατράπηκαν σε μουσείο και τόπο προσκυνήματος με μνημεία των χωρών που είχαν εκεί τα θύματά τους και κάθε χρόνο, στην επέτειο απελευθέρωσης, συρρέουν στο Μαουτχάουζεν πολλές χιλιάδες προσκυνητές από τα πέρατα της Ευρώπης, αλλά και οι ελάχιστοι επιζώντες του.
Στα θύματα του Μαουτχάουζεν είναι αφιερωμένο το μνημειώδες έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Μαουτχάουζεν», που ο κορυφαίος μουσικοσυνθέτης μελοποίησε το 1966 σε ποίηση του εκλιπόντα πέρσι, μεγάλου Έλληνα ακαδημαϊκού, συγγραφέα και ποιητή Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο οποίος υπήρξε για δυόμισι χρόνια κρατούμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και ένας από τους ελάχιστους επιζώντες του.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, έχοντας δίπλα του τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά το «Μαουτχάουζεν» στον τόπο του μαρτυρίου στο Μαουτχάουζεν, το Μάιο του 1988, σε μια ιστορική συναυλία του με την Μαρία Φαραντούρη, την Ελινόαρ Μοάβ-Βιντιάδη και την Ανατολικογερμανίδα Γκίζελα Μάι, παρουσία του τότε καγκελάριου της Αυστρίας Φραντς Βρανίτσκι και δεκάδων χιλιάδων προσκυνητών από όλη την Ευρώπη.