Η Μπερνάρντα Άλμπα και η στυγερή ιστορία της για χρόνια αποτελούσε μία άσβεστη θύμηση μέσα στα κελάρια της μνήμης του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, προσμένοντας τη στιγμή που θ’ αποτυπωθεί σε λογοτεχνική μορφή.
Μία ιστορία που βίωσε ο μεγάλος ποιητής στα νιάτα του και πολλά χρόνια αργότερα τη μετέτρεψε σε ένα από τα μεγαλύτερα θεατρικά έργα της ισπανικής λογοτεχνίας. Και όλα χάρις σε ένα καπρίτσιο της ηθοποιού Μαργαρίτα Τσιργού (Margarita Xirgu’), όταν μετά την πρεμιέρα της «Δόνια Ροσίτα» ο Λόρκα τη ρώτησε: «Και τώρα; Ποιον ρόλο θέλεις να σου γράψω;», εκείνη του αποκρίθηκε: «Θέλω έναν κακό ρόλο». Και τότε, ακριβώς από εκείνη τη στιγμή, η Μπερνάρντα Άλμπα, που ίσαμε εκείνη τη στιγμή επεβίωνε ως Φρασκίτα Άλμπα στη μνήμη του Λόρκα, άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά.
Το «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», είναι η ιστορία της Φρασκίτα Άλμπα, των θυγατέρων της και του Χοσέ Μπεναβίδες—Πέπε, ο «Ρομάνος» στο δράμα του Λόρκα, ο οποίος είχε νυμφευθεί τη μία της κόρη και μετά κάποια χρόνια ξανανυμφεύθηκε τη δεύτερη.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, όλα τα μέρη του δράματος εξελίχθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα στην πόλη Ασκερόσα (ΣτΜ, στα ισπανικά σημαίνει «σιχαμερή») στη Γρανάδα, που σήμερα αποκαλείται Βαλδερούβιο. Στην πόλη εκείνη είχε μετακομίσει και ο Λόρκα, όταν ήταν 8 ετών και έζησε εκεί μεταξύ του 1906 και του 1907. Αργότερα, επέστρεφε στο ίδιο μέρος κάποιες φορές ως παιδί, ή έφηβος, για να ξεκαλοκαιριάσει. Έτσι, στο διπλανό σπίτι, ακουμπιστά στον τοίχο της κατοικίας της θείας Ματίλδα του συγγραφέα, όπως διηγείτο ο ίδιος σε έναν φίλο του, «έμενε η Δόνια Μπερνάρδα, χήρα από πολλών ετών που εξασκούσε έναν αδυσώπητο και τυραννικό έλεγχο πάνω στις ανύπαντρες κόρες της.
Σα φυλακισμένες, αποψιλωμένες από κάθε ελεύθερη βούληση, ποτέ δεν αντάλλαξα μία κουβέντα μαζί τους, αλλά τις έβλεπα μόνον να περνούν σαν σκιές, πάντοτε σιωπηλές και πάντοτε ντυμένες στα μαύρα». Εκείνο το ζοφερό σπίτι, της Φρασκίτα στην πραγματική ζωή, της Μπερνάρντα στο θέατρο, αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή και από τη βδομάδα τούτη συγκαταλέγεται στον κατάλογο των «τοποθεσιών του Λόρκα» στην επαρχία τούτη της Γρανάδας. Η ιστορία της Μπερνάρντα Άλμπα, των οκτώ χρόνων του θρήνου της και η θεατρική διαδρομή του λορκικού δράματος παραδίδονται πλέον στο κοινό, που θέλει να διατρέξει τους τόπους του δολοφονημένου ποιητή.
Η ιστορία της Μπερνάρντα Άλμπα γεννήθηκε από την περιέργεια και την ανάγκη να κατανοήσει ο νεαρός Λόρκα, που «κατασκοπεύει» τις συνομιλίες των γειτόνων του, να καταλάβει τους λόγους που ζούνε σε μια «σιωπηλή κόλαση και κρύο κάτω από τον καυτό αφρικάνικο ήλιο, θαμμένοι ζωντανοί κάτω από ένα άκαμπτο κιβούρι μίας σκοτεινής σιδεριάς», διηγείτο ο Λόρκα στον Κάρλος Μόρλα Λιντς. Και το βασικό στοιχείο της παρατήρησής του, τούτης της ακατάσχετης ανάγκης να κατανοήσει, δεν ήταν άλλο από το μισακό πηγάδι, που μοιράζονταν οι Άλμπα με τη θεία Ματίλδα.
Ένα πηγάδι, που τότε είχε στερέψει σύμφωνα με τον ποιητή, στο οποίο κατέβαινε όταν ήταν μικρός, γιατί από εκεί κάτω μπορούσε να ακούει τις συνομιλίες από την άλλη πλευρά του τοίχου. «Για να κατασκοπεύω την περίεργη εκείνη οικογένεια της οποίας η αινιγματική στάση μου ερέθιζε τη φαντασία», εξηγεί με τα δικά του λόγια ο Λόρκα. Το πηγάδι τούτο, σήμερα γεμάτο νερό, αποτελεί το επίκεντρο της «διαδρομής Λόρκα» του Βαλδερούβιο, που εγκαινιάστηκε από την πρόεδρο του τοπικού Κοινοβουλίου (Χούντα) της Ανδαλουσίας, παρούσης και της δισέγγονης του Λόρκα, «έμπλεας συγκινήσεως», σε μία τελετή που συγκεφαλαίωνε την ανάμνηση της κληρονομιάς που αφήνει στη Γρανάδα ο μεγάλος ποιητής.
Ο Πάκο Ρέινα, συγγραφέας από το Βαλδερούβιο και ειδικός στο έργο του Λόρκα, εξηγεί γιατί ο νεαρός δραματουργός πραγματοποιούσε συχνές επισκέψεις στο σπίτι της θείας Ματίλδα. Εκείνη η κωμόπολη δεν ήταν τότε ένας τόπος, που πολιτιστικά θα πρόσφερε κάτι στην πνευματική δίψα του Λόρκα. Όμως στο σπίτι της θείας ζούσε και η εξαδέλφη Ισάβελ, η οποία ικανοποιούσε την επιθυμία του Λόρκα να μάθει μουσική και να παίζει κιθάρα. Και κατά πάσα πιθανότητα, ανάμεσα στα μαθήματα ο νεαρός Λόρκα ξεστράτιζε προς το μισακό πηγάδι για να ακούσει τις συνομιλίες των γειτόνων Άλμπα.
Και είναι βέβαιο πως όσα άκουγε ήταν εντυπωσιακά, διότι τα θυμόταν έντονα ίσαμε δύο δεκαετίες αργότερα όταν έγραφε το έργο, το 1935. Όταν ήδη είχε περάσει και μια δεκαετία αφότου είχε φύγει από τη ζωή και η Φρασκίτα Μπερνάρντα Άλμπα. Εντυπώσεις ιδιαίτερα ζωντανές και ανεξίτηλα εντυπωμένες μέσα του, διότι θα πρέπει να αναλογισθούμε πως το έργο γράφτηκε μέσα σε λίγους μήνες: η ανάθεσή του από την Τσιργού έγινε τον Δεκέμβριο του 1935 και ο ποιητής εκτελέσθηκε από τους Φρανκιστές τον Αύγουστο του επομένου έτους, καταλείποντας το κείμενο του έργου μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα.
Ο συγγραφέας δεν επέζησε για να δει τη σκηνική παράσταση του αριστουργήματός του, που η ίδια η Τσιργού ανέβασε το 1945 στο Μπουένος Άιρες με τεράστια επιτυχία. Όμως η επιτυχία του έργου είχε και μια παράπλευρη συνέπεια. Η καλή σχέση ανάμεσα στις δυο οικογένειες διερράγησαν αμέσως μόλις έγινε γνωστό το ανέβασμα του έργου και το περιεχόμενό του. Η εγγονή της Φρασκίτα και κόρη του Χοσέ Μπεναβίδες άσκησε αγωγή, άκαρπα όμως, στους κληρονόμους του Λόρκα και απαίτησε να αποσυρθεί το έργο από τα βιβλιοπωλεία και τα θέατρα. Μάλιστα η παράσταση του «Σπιτιού της Μπερνάρντα Άλμπα» άργησε πολύ να ανέβει στα θέατρα της Ισπανίας.